Για το φετιχισμό της μη-βίας και άλλα κείμενα της αναρχικής συλλογικότητας Καθοδόν

«Καταδικάζουμε τη βία από όπου κι αν προέρχεται», «οι 300 προβοκάτορες που αμαύρωσαν την ειρηνική διαδήλωση», «οι κουκουλοφόροι που παραλύουν το κέντρο της Αθήνας». Τα παραπάνω αποτελούν ένα μικρό δείγμα φράσεων από το οπλοστάσιο της κυριαρχίας που αναπαράγονται από εφημερίδες, κανάλια, κόμματα, δικαστές, ευυπόληπτους πολίτες, «προσωπικότητες των γραμμάτων και τεχνών», όλο τον συρφετό που χρόνια τώρα προσπαθεί να χειραγωγήσει τη σκέψη και τη δράση μας. Δε θα ακούσουμε ποτέ όμως μια αναφορά στην πρωτογενή βία της καταπίεσης και της εκμετάλλευσης, τη βία του Κράτους και των αφεντικών.

Τη βία που μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα να ασκούν στο όνομα της τάξης, της ασφάλειας, της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, της συναίνεσης και της εθνικής ενότητας. Το μονοπώλιο αυτής της βίας κανείς δεν πρέπει να το αμφισβητήσει. Τόσο σε αυτή την συγκυρία όσο και διαχρονικά, ο ρόλος του Κράτους δεν είναι άλλος από το να επιβάλλει και να αναπαράγει τα αστικά ιδεολογήματα και τις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, να διατηρεί την ταξική διαίρεση της κοινωνίας και να διαμεσολαβεί σε κάθε λειτουργία της κοινωνικής ζωής. Αυτή η πρωτογενής και δομική βία που ασκείται από το Κράτος και το Κεφάλαιο στο καταπιεσμένο και εκμεταλλευόμενο κομμάτι της κοινωνίας, δεν περιορίζεται στην φυσική βία και είναι παρούσα σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής. Μιλάμε για τη βία της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, που εξασφαλίζει την ευημερία των λίγων και την εκμετάλλευση όλων των υπολοίπων, τη βία της μισθωτής σκλαβιάς, τις δολοφονίες εργατών στα σύγχρονα κάτεργα (εργατικά ατυχήματα τα βαφτίζουν τα αφεντικά), την εντατικοποιημένη, μαύρη και ανασφάλιστη εργασία, την ανεργία και τη μόνιμη ανασφάλεια για το αν θα έχουμε να φάμε αύριο. Μιλάμε για τη βία του ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων, τον οποίο προβάλλει ο καπιταλισμός ως μόνο μέσο προόδου και ευημερίας της ανθρωπότητας (και φροντίζει να μας εκπαιδεύει κατάλληλα από νηπιακή ηλικία). Για το συνθήκη του “πολέμου όλων εναντίον όλων”, που επιβάλλει η ίδια η αντικοινωνική και μισάνθρωπη φύση του καπιταλισμού και που σε εποχές οικονομικής εξαθλίωσης οξύνεται μετατρεπόμενη σε κοινωνικό κανιβαλισμό. Μιλάμε για τη βία της έλλειψης περίθαλψης, του αποκλεισμού ανθρώπων που έχουν άμεση ανάγκη ιατρικής παρακολούθησης και οδηγούνται στην εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση. Για τον εξευτελισμό των ουρών του ΙΚΑ ή την πληρωμή ακόμη και για μια επίσκεψη. Για την βία της ανασφάλιστης εργασίας που εντείνει την τρομοκρατία της μισθωτής σκλαβιάς, καθώς ο εργαζόμενος φοβάται ακόμη και το να αρρωστήσει ο ίδιος ή οικογένειά του. Μιλάμε για τη βία της λεηλασίας και της καταστροφής της φύσης στο βωμό της ανάπτυξης και της μεγιστοποίησης του κέρδους των αφεντικών. Για τη ζωή σε ένα περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο αποστειρωμένο, πνιγηρό, μη βιώσιμο. Μιλάμε για τη βία που από μικρή ηλικία δεχόμαστε στα σχολεία και τις σχολές, με την καλλιέργεια του ανταγωνισμού, την απαξίωση της πολύπλευρης γνώσης, τη διαρκή αξιολόγηση και το άγχος που αυτή συνεπάγεται, την αναγκαστική συμμόρφωση σε κανόνες και πρότυπα συμπεριφοράς, την τιμωρία και τον στιγματισμό των παρεκκλίσεων, την αναγκαστική αποδοχή της εξουσίας των δασκάλων και των καθηγητών.

Όσον αφορά στην «αμεσοδημοκρατικότητα» του δημοψηφίσματος, αυτός που θέτει το ερώτημα στο οποίο η απάντηση «ναι ή όχι» θέτει τόσο το πλαίσιο συζήτησης (συνεπώς και το πλαίσιο της απόφασης) όσο και το πλαίσιο πολιτικής διαχείρισης του αποτελέσματος. Ερωτήματα που τίθενται από τα πάνω δεν έχουν σχέση με οποιαδήποτε αμεσοδημοκρατική διαδικασία. Εμείς, για παράδειγμα, θα ρωτούσαμε «θέλετε να μας εκμεταλλεύονται τα αφεντικά μας, ναι ή όχι; Θέλετε να μας επιβάλλει το κράτος φόρους για να χρηματοδοτεί τις τράπεζες, τους καπιταλιστές και το γραφειοκρατικό του μηχανισμό, ναι ή όχι; Θέλετε να αποφασίζει κάποιος άλλος για τη ζωή μας, ναι ή όχι;» Ερωτήματα δηλαδή που θέτουν ως προτεραιότητα τις δικές μας ανάγκες και επιθυμίες και δεν συμβάλλουν στη δημιουργία ενός διαταξικού κι εθνικόφρονα χυλού που καλείται να αποφασίσει για τη «σωτηρία της πατρίδας» απέναντι στους κακούς «ξένους κερδοσκόπους και ιμπεριαλιστές». Ερωτήματα που δεν προβάλουν τον καπιταλισμό και τον κρατισμό ως μονόδρομο. Μια διαδικασία είναι αμεσοδημοκρατική όταν σε αυτήν συμμετέχουν με συνέπεια και ισοτιμία άνθρωποι που στοχεύουν να αυτοδιευθύνουν τη ζωή τους, όχι όταν μια κυβέρνηση αποφασίζει ανά μερικές δεκαετίες να «συμβουλευθεί το λαό» για τους δικούς της σκοπούς. Η αμεσοδημοκρατία είναι κενή περιεχομένου αν αποσυνδεθεί από την ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη, αν αποσυνδεθεί από τον ελευθεριακό κομμουνισμό, από την αναρχία. Το να συναποφασίζουν τα αφεντικά από κοινού με τους μισθωτούς σκλάβους, οι εξουσιαστές μαζί με τους εξουσιαζόμενους γύρω από ένα ερώτημα που τίθεται από την κυβέρνηση θυμίζει τη χιουμοριστική συνδιαμόρφωση μεταξύ λύκων και προβάτων για τον καθορισμό του βραδινού δείπνου

Η κυβέρνηση της αριστεράς ήρθε για να επιβεβαιώσει τον καπιταλισμό ως μονόδρομο. Για να συνεχίσει να ληστεύει και να εξαθλιώνει την τάξη μας ως ο δημοφιλέστερος από τους αυτόκλητους αριστερούς υπερασπιστές της. Για να συνεχίσει και να εντείνει τα μνημονιακά μέτρα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, να εφαρμόσει την ίδια βάρβαρη πολιτική. Κι αυτά τα έκανε με μεγαλύτερη επιτυχία τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και τη ΝΔ. Οι τηλεοπτικές φανφάρες και τα επικοινωνιακά της τρικ λειτούργησαν άψογα. Το τρίτο μνημόνιο, σε αντίθεση με τα προηγούμενα δυο, ψηφίστηκε χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Χωρίς μαζικές συγκρουσιακές διαδηλώσεις, με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση. Το νεοφιλελεύθερο δόγμα «There Is No Alternative», φέρει πλέον και την υπογραφή «πρώτη φορά αριστερά»: μια ακόμα συμβολή του ΣΥΡΙΖΑ στην απρόσκοπτη συνέχιση της εγκαθίδρυσης του σύγχρονου ολοκληρωτισμού. Πραγματικά χρήσιμο συστημικό δεκανίκι η «αριστερά των κινημάτων». Κι αυτό έχει εκτιμηθεί δεόντως τόσο από τα ντόπια όσο και από τα ξένα αφεντικά, που δείχνουν πλέον να στηρίζουν ανεπιφύλακτα τον μέχρι πρότινος «εχθρό» τους. Τεράστια συμβολή σε αυτό είχε η πλήρης υιοθέτηση της αστικής ρητορείας περί εθνικού συμφέροντος και «σωτηρίας της χώρας». Να σωθούμε δηλαδή κι εμείς οι φτωχοί, να σωθούν και οι πλούσιοι. Ή καλύτερα, να σωθούν οι πλούσιοι κι εμείς να συνεχίσουμε να εξαθλιωνόμαστε. Αυτό σημαίνει «σωτηρία της χώρας». Σωτηρία των τραπεζών, των πλούσιων, σωτηρία του καπιταλισμού. Να μπορούν να μας εκμεταλλεύονται και να μας καταπιέζουν με τον επωφελέστερο γι’ αυτούς τρόπο. Οι μέχρι πρότινος σύντροφοι και συνεργάτες του ΣΥΡΙΖΑ (και όλοι μαζί συνεργάτες των ακροδεξιών ΑΝΕΛ), ως ΛΑΕ πλέον, αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το πλοίο ώστε να μην τραβήξει και τους ίδιους στο βυθό, ώστε να διασωθούν πολιτικά. Προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα νέο ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση της τάξης μας, καλύπτοντας το πολιτικό κενό που αφήνει ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την απροσχημάτιστη αποκάλυψη του πραγματικού του ρόλου. Συνεχίζουν να αναφέρονται σε βιώσιμες εναλλακτικές εντός της ΕΕ, να προβάλλουν το ψευδοδίλημμα ευρώ-δραχμή, συνεχίζουν τη φιλοΕΕ πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ διατηρώντας της ένα ριζοσπαστικό περιτύλιγμα.

«Φιλοκινηματική κυβέρνηση» : Άλλο ένα σύντομο ανέκδοτο Πριν ακόμα από την νίκη του στις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθέτησε στις προεκλογικές του εξαγγελίες και προσπάθησε να ενσωματώσει τα αιτήματα κάθε κοινωνικού αγώνα που δόθηκε στο άμεσο παρελθόν (και συνεχίζει να δίνεται). Στην ουσία πρότεινε στο κίνημα ανακωχή, τάζοντας και σε αυτό τα πάντα και καλώντας όσους/ες αγωνίζονται να στηρίξουν την κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τα όποια αιτήματα. Η λογική του παλιότερου συριζαίικου συνθήματος «βρεθήκαμε στους δρόμους, θα συναντηθούμε και στην κάλπη» είναι αυτή που εκφράζει καλύτερα την εκλογική στρατηγική του συγκεκριμένου κόμματος σε σχέση με τα κινήματα. Χωρίς ιδιαίτερη παρουσία στους αγώνες τους, υιοθετεί τα συνθήματα και τα αιτήματά τους, φροντίζει επικοινωνιακά, όσο μπορεί, να κρατηθούν εντός αστικοδημοκρατικών πλαισίων και πλασάρεται ως αντιπρόσωπός τους μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Πρακτικά, ζητά να του ανατεθεί η διαμεσολάβηση με την εξουσία και τον κρατικό μηχανισμό, ώστε να ικανοποιηθούν αμεσότερα και χωρίς πολύ κόπο (πορείες, συγκρούσεις, καθημερινούς αγώνες) τα όποια αιτήματα και αλλαγές. Επιπλέον, προσπαθώντας να ισοσκελίσει την επικεντρωμένη στα μικροαστικά στρώματα ρητορική του με το αριστερό του προφίλ, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα νέο, διαταξικό, πατριωτικό, φιλοκυβερνητικό «κίνημα», το οποίο να ελέγχει και να προστρέχει σε αυτό για στήριξη όταν έχει ανάγκη, σε ζητήματα τόσο εξωτερικής όσο και εσωτερικής πολιτικής. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να ενσωματώσει κάθε μορφή μη κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης με την προτροπή τα κινήματα να απευθυνθούν στην κυβέρνηση και να την «πιέζουν». Τα κινήματα που δε θα υπαχθούν στον άμεσο έλεγχό του θα επιχειρήσει να τα απονευρώσει, να τα ενσωματώσει ή να τα καταστείλει. Να αφαιρέσει οποιαδήποτε πρωτοβουλία από τα αυτά, προβάλλοντας τη λογική ανάθεσης σε μια φιλοκινηματική εκδοχή της κυβέρνησης και του κράτους. Να επαναλάβει δηλαδή την τακτική του ΠΑΣΟΚ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80. Υπάρχει όμως και ένα σχετικά νέο παραμύθι που προσπαθεί να κερδίσει έδαφος και αφορά στη δυνατότητα ύπαρξης κυβέρνησης (και συνεπώς κράτους), η οποία θα είναι είτε φιλικά διακείμενη προς τις αυτοοργανωμένες, αντιιεραρχικές κινηματικές δομές και θα τις στηρίξει, είτε θα είναι ουδέτερη προς αυτές και θα τους δώσει τον απαιτούμενο χώρο για να αναπτυχθούν και να ριζώσουν στην κοινωνία. Τα «παραδείγματα» μοιάζουν νέα και εισάγονται κυρίως από τη Λατινική Αμερική, αποτελούν όμως ένα χιλιοπαιγμένο σοσιαλδημοκρατικό έργο. Μπορούμε για παράδειγμα να θυμηθούμε τον τρίτο δρόμο προς το σοσιαλισμό (Γιουγκοσλαβία, Λιβύη), τους πασοκικούς αγροτικούς συνεταιρισμούς της δεκαετίας του ‘80, καταλήψεις στη Γερμανία και την Ιταλία που δέχτηκαν κρατική χρηματοδότηση, ή κινήματα, όπως αυτό των γερμανών αυτόνομων, τα οποία καπελώθηκαν από τους Πράσινους κ.λπ. Η κατάληξη των εγχειρημάτων που είτε οργανώθηκαν από τα πάνω είτε αναζήτησαν προστασία στη «ζεστή» κρατική αγκαλιά, ήταν αρχικά η πλήρης ενσωμάτωση κι αφομοίωση και τελικά η διάλυση. Όταν απουσιάζει το επαναστατικό πρόταγμα για τον ριζικό και απελευθερωτικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων, κάθε εγχείρημα είναι καταδικασμένο να έχει ακριβώς την ίδια κατάληξη.

Παρά την ανοχή και παρότρυνση λίγων »αγανακτισμένων» πολιτών, οι μαχαιροβγάλτες της πρώτης γραμμής δεν ήταν άλλοι από τους συνήθεις πατριώτες, υποκοσμιακούς εγκληματίες. Δεν ξεχνάμε πως μέλος και υποψήφιος βουλευτής και περιφερειάρχης της Χρυσής Αυγής καταδικάστηκε πρόσφατα για τη μαφιόζικη δολοφονία 2 ατόμων στο Χαλάνδρι, ενώ ομοϊδεάτης συνεργάτης του αποδείχθηκε υπεύθυνος για την τοποθέτηση βόμβας στο Ξενία στην Πάρνηθα και σχετιζόμενος με τη μαφία. Δεν ξεχνάμε επίσης τις επιθέσεις σε αριστερούς και αναρχικούς με μαχαίρια, με πιο πρόσφατο παράδειγμα το στέκι “Αντίπνοια” όπου φασίστες εισέβαλαν στο χώρο και μαχαίρωσαν 2 άτομα την ώρα που διεξαγόταν μάθημα ισπανικών. Με τις ίδιες εγκληματικές διαθέσεις φασίστες με μαχαίρια, και σιδερολοστούς, επιτέθηκαν τις τελευταίες μέρες σε όποιον τύχαινε να έχει ξένη εθνικότητα και μελαψό δέρμα. Τα συνεχόμενα πογκρόμ είχαν σαν αποτέλεσμα δεκάδες τραυματίες (στην πλειοψηφία τους μετανάστες) και την δολοφονία τα ξημερώματα της 12ης Μάη, ενός 20χρονου από το Μπαγκλαντές (το όνομα του οποίου παραμένει άγνωστο). Η αγριότητα, η ένταση και η έκταση αυτών των επιθέσεων σε μαγαζιά και σπίτια μεταναστών, υποστηρίχθηκαν καθόλη τη διάρκειά τους από τους συμπορευόμενους “προστάτες του πολίτη” ΜΑΤ, ΔΙΑΣ και ΔΕΛΤΑ. Συνεχόμενες, οργανωμένες επιθέσεις από τις φασιστοσυμμορίες και τα ΜΑΤ δέχτηκαν τις ίδιες μέρες και οι καταλήψεις Villa Amalias και Πατησίων 61 κ Σκαραμαγκά. Η συντονισμένη κρατική δολοφονική επίθεση συνεχίστηκε στην απεργιακή πορεία της 11ης Μαΐου, με αποτέλεσμα 97 καταγεγραμμένους τραυματίες εκ των οποίων πάνω από τους μισούς με τραύματα στο κεφάλι και το σύντροφο Γιάννη Κ., σε προθανάτια κατάσταση από τραύμα στο κεφάλι, νοσηλευόμενο ακόμη στην εντατική.

Χωρίς να παραγνωρίζουμε σε καμία περίπτωση τη σημασία της εντεινόμενης εξαθλίωσης και φτωχοποίησης στην ανάδυση φαινομένων κοινωνικού κανιβαλισμού και τη δημιουργία πρόσφορου εδάφους για το ρίζωμα φασιστικών ιδεοληψιών, η πραγματικότητα και η ιστορική μνήμη καθιστούν ανεπαρκή την υπεραπλουστευτική προσέγγιση που ανάγει τα πάντα στην οικονομική ύφεση. Τα ποσοστά της Χρυσής Αυγής δεν έφτασαν εκεί που έφτασαν αποκλειστικά και μόνο λόγω μνημονίων, ούτε άρχισε ξαφνικά να βρέχει φασισμό. Τα βασικά φασιστικά ιδεολογήματα ήταν πάντοτε παρόντα, ταυτισμένα με τον γυμνό πυρήνα της κρατικής ιδεολογίας και του καπιταλισμού. Ο εθνικισμός, η ιεραρχική δομή, η στρατιωτικοποίηση, ο ανταγωνισμός, ο πόλεμος όλων εναντίον όλων, ο κοινωνικός δαρβινισμός (το δόγμα της επιβίωσης του ισχυρότερου), ο καλλιεργούμενος ανορθολογισμός (τύπου Χαρδαβέλα, Λιακόπουλου κ.λπ.) είναι συστατικά στοιχεία κάθε κρατικού μηχανισμού, κυρίαρχα στοιχεία της προπαγάνδας του. Η στόχευση και η δομή των ναζιστικών/φασιστικών οργανώσεων αποτελούν ακραία προέκταση αυτών ακριβώς των χαρακτηριστικών. Όπως κάθε έθνος-κράτος, έτσι και το ελληνικό δομεί την ιδεολογία του με κεντρικό άξονα τον εθνικισμό. Ο εθνικισμός αποτελεί κυρίαρχο εργαλείο αποπροσανατολισμού από την πραγματικότητα της ταξικής διάρθρωσης της κοινωνίας και συσπείρωσης γύρω από μια αφηρημένη διαταξική οντότητα. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιείται πληθώρα μηχανισμών. Το σχολείο, παρ’ όλο που παρουσιάζεται σαν κάτι αποκομμένο από την υπόλοιπη κοινωνική πραγματικότητα, θρέφει κάθε γενιά με συγκεκριμένες αντιλήψεις που περιστρέφονται γύρω από την πρωτοκαθεδρία του έθνους, την υποταγή και την ιεραρχία. Η θρησκεία, βασικό συστατικό του υπερσυντηρητικού τριπτύχου, συμβάλλει στην εδραίωση του φόβου, της υποταγής, και της πίστης στην αυταξία του «περιούσιου έθνους των Ελλήνων». Ο στρατός, εκτός από εν δυνάμει κατασταλτικός μηχανισμός, λειτουργεί ως και μηχανισμός εθνικιστικής προπαγάνδας, εμπέδωσης της υποταγής στην ιεραρχία και προώθησης της εχθρότητας ανάμεσα τους καταπιεσμένους. Η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, θεμελιωμένη πάνω στην υποτιθέμενη συνέχεια του ελληνικού έθνους, καλλιεργεί τις δυο βασικές μορφές του ντόπιου εθνικισμού: την επιθετική, επεκτατική ιδέα της Μεγάλης Ελλάδας και τη λογική της φτωχής πλην τίμιας ψωροκώσταινας που βάλλεται πανταχόθεν.

Eίθισται, όταν μιλάμε για τον εθνικισμό, να σκεφτόμαστε αυτόματα τα δεξιά και ακροδεξιά κόμματα και οργανώσεις. Ο εθνικισμός όμως είναι ένα αφήγημα-ιδεολογία που αφορά σε όλο το κοινοβουλευτικό πολιτικό φάσμα, αλλά και το μεγαλύτερο μέρος του εξωκοινοβουλευτικού. Η μονομερής ταύτιση του εθνικισμού με το φασισμό και το ναζισμό σκόπιμα επιδιώκει να συσκοτίσει την υιοθέτησή του (σε θεωρητικό, στρατηγικό, προπαγανδιστικό επίπεδο) από το σύνολο του κρατικιστικού πολιτικού φάσματος, από την άκρα δεξιά μέχρι την άκρα αριστερά¹. Ο εθνικισμός γεννήθηκε από τον κρατισμό, συμπορεύτηκε μαζί του, αλληλοϋποστηρίχτηκαν σε τέτοιο βαθμό που να θεωρούνται αξεδιάλυτοι. Είτε μεθοδολογικά είτε πολιτικά είναι αδιανόητη η αναφορά του χωρίς την ταυτόχρονη αναφορά και του άλλου. Αυτό συμπυκνώνεται με τη χρήση του όρου έθνος-κράτος. Κάθε ιδεολογικό σύστημα το οποίο αποδέχεται το κράτος είτε ως το ιδανικό σύστημα κοινωνικής οργάνωσης, είτε ως εργαλείο για την κοινωνική εξέλιξη και απελευθέρωση, είναι αναγκασμένο να αποδεχτεί, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, και την ιδέα του έθνους. Αυτό ισχύει τόσο για τη δεξιά και την ακροδεξιά όσο και για την σοσιαλδημοκρατία και το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς. Το μοναδικό πολιτικό ρεύμα που αντιτάχθηκε από τη γέννησή του τόσο στο κράτος όσο και στο έθνος ήταν (και παραμένει) η αναρχία.

This entry was posted in Μπροσούρες, κείμενα, αναλύσεις και βιβλία συλλογικοτήτων and tagged . Bookmark the permalink.