«Στο τέλος, δεν θα θυμόμαστε τα λόγια των εχθρών μας, αλλά τη σιωπή των φίλων μας»
Ο όρος «σιωπή» είναι δημοφιλής στις κοινότητές μας, αλλά μόνο με μία περιορισμένη σημασία. Το να αποκαλείς έναν επιζώντα ψεύτη, το να επικαλείσαι τις σεξουαλικές του εμπειρίες, τις αποκλίσεις ή το στυλ του ντυσίματός του για να του ρίξεις το φταίξιμο ή αλλιώς για να υπονοήσεις ότι «πήγαινε γυρεύοντας», όλα αυτά είναι συμπεριφορές που οι περισσότεροι αναρχικοί θα αποδοκίμαζαν, αλλά ταυτόχρονα πολύ σπάνια θα έμπαιναν στον κόπο να συγκρουστούν με αυτές. Αυτή η υποκριτική νοοτροπία κρύβει ένα μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο αποκαλύπτεται με μία πιο προσεκτική ματιά πάνω στη γενικότερη αντίληψή μας για τη «σιωπή». Τα προαναφερθέντα ισχύουν προφανώς μόνο για τον επιζώντα που έχει εγκαλέσει τον δράστη του ή έχει μιλήσει ανοιχτά για τις εμπειρίες του. Στην πραγματικότητα όμως πολλοί επιζώντες δεν φτάνουν καν τόσο μακριά.
Η επιμονή ότι η διαπροσωπική βία εκτείνεται και πέρα από τους πραγματικούς δράστες δεν θέλει να απομακρύνει την ευθύνη από τους δράστες. Αντιθέτως, θέλει να φέρει στο προσκήνιο πολλούς παράγοντες που τους δίνουν την δυνατότητα να αποφεύγουν τον απολογισμό. Όπως ακριβώς ο αστός γιάπης χρειάζεται ένα μεγάλο και περίπλοκο κοινωνικό σύστημα για να συγκαλύψει τις αρνητικές συνέπειες του καταστροφικού τρόπου ζωής του, έτσι συχνά γίνεται εφικτό να αρνείται και ο δράστης τον απολογισμό, εξαιτίας ενός παρόμοιου κοινωνικού δικτύου. Τέτοια δίκτυα δεν αποτελούνται μόνο από εκείνους που ξεκάθαρα υπερασπίζονται έναν δράστη, αλλά και από όλους εκείνους που εξασφαλίζουν να παραμένει γερμένη η πλάστιγγα της ισορροπίας δυνάμεων υπέρ του δράστη. Το πώς αυτό συμβαίνει με πρακτικούς όρους, ποικίλει. Η φίμωση, η καταστολή, η αποκατάσταση ή όπως συμβαίνει συχνότερα συνδυασμοί κάποιων ή και όλων αυτών των μεθόδων μαζί, χρησιμοποιούνται ενάντια στους επιζώντες και τον αγώνα τους. Ο καθοριστικός παράγοντας θα είναι πάντα ό,τι αναπαράγει πιο αποτελεσματικά την Κουλτούρα του Βιασμού.
Αυτή η συνομωσία της σιωπής δεν επιδιώκει μόνο να τερματίσει τον αγώνα ενός επιζώντα προτού καν αυτός αρχίσει, αλλά επίσης στήνει και το υπόβαθρο για αυτό που θα συμβεί στους ελάχιστους επιζώντες που θα αρνηθούν να φιμωθούν. Το να μιλήσει ένας επιζώντας ανοιχτά για τις εμπειρίες του σε ένα τέτοιο περιβάλλον μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο ως πράξη αντίστασης, και όπως σε όλες τις πράξεις αντίστασης, η καταστολή είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο. Αυτή η καταστολή είναι περισσότερο εκλεπτυσμένη από τα γκλομπ της αστυνομίας ή τα όπλα των στρατιωτών -αν και όλα αυτά στρέφονται επίσης εναντίον των επιζώντων. Στο προκείμενο, οι κατασταλτικές δυνάμεις είναι πιο πιθανό να έχουν ολέθριες συνέπειες στο διανοητικό και συναισθηματικό πεδίο. Οι φορείς αυτής της καταστολής δεν είναι αναγνωρίσιμοι μέσα από στολές ή σήματα, αλλά είναι οι υποτιθέμενοι σύντροφοι και πρώην φίλοι μας. Πολλοί από εμάς έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε μόνο την αστυνομία σε αυτό τον κατασταλτικό ρόλο5 και εξυπακούεται πως έχει το δικό της κομμάτι στην αναπαραγωγή της Κουλτούρας του Βιασμού. Αλλά στις δικές μας ριζοσπαστικές κοινότητες, ο ρόλος του κράτους σε αυτή την αναπαραγωγή, μοιάζει υποβαθμισμένος. Εδώ που τα λέμε, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για το κράτος να ξοδεύει τις δυνάμεις του, τη στιγμή που τόσοι πολλοί που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχικοί κάνουν τη δουλειά τσάμπα.
Ειδικά, στις ριζοσπαστικές κοινότητες, οι απολογητές δεν κινητοποιούνται πάντα πίσω από έναν δράστη. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η αντίφαση που αναδεικνύεται είναι τόσο χυδαία που ακόμα και η ίδια η εικόνα τους ως «αναρχικοί» καταρρίπτεται. Για άλλη μία φορά, η φιλελεύθερη ιδεολογία έρχεται να σώσει την κατάσταση. Όπως οι απολογητές της αστυνομικής βαρβαρότητας θα υποστηρίξουν ότι αυτή εκπορεύεται μόνο από μερικά «μαύρα πρόβατά» της, προκειμένου να αποφύγουν οποιαδήποτε δομική ανάλυση για την αστυνομία και τον ρόλο της στην κοινωνία, έτσι και οι απολογητές του Βιασμού θα προσπαθήσουν να παρουσιάσουν τον μεμονωμένο δράστη ως αποδιοπομπαίο τράγο, θυσιάζοντάς τον στον βωμό της Κουλτούρας του Βιασμού. Ίσως και να αναφέρουν ότι νοιώθουν αηδία για έναν δράστη, ή ακόμα και να καυχηθούν ότι πλέον ούτε που του μιλάνε, λες κι αυτά αποδεικνύουν το πόσο «υποστηρικτικοί» είναι. Η αποδοκιμασία των πράξεων ενός δράστη δεν σημαίνει ταυτόχρονα και στήριξη προς τον επιζώντα. Σε μερικές περιπτώσεις το να εξευτελίσει κανείς τον δράστη έρχεται ακόμα και σε σύγκρουση με τις επιθυμίες του επιζώντα. Ενώ, σε κάποιες άλλες, τόσο ο δράστης όσο και ο επιζώντας μπορεί να εξοστρακιστούν ταυτόχρονα, καθώς το κατασταλτικό σύστημα συνεχίζει να κουβαλάει τα μοντέλα καταπίεσης, ακόμα και με την απουσία του δράστη. Ο εξοστρακισμός των δραστών ως η μοναδική απάντηση, κριτικάρεται έντονα αλλού, αλλά θα θέλαμε από την πλευρά μας να τονίσουμε ότι μία τέτοια προσέγγιση προστατεύει την Κουλτούρα του Βιασμού, αποφεύγοντας την ευθεία αντιπαράθεση με αυτήν. Με μία τέτοια προσέγγιση, οι απολογητές μπορούν να εξωτερικεύσουν τις αρνητικές πλευρές της Κουλτούρας του Βιασμού, ως κάτι διαχωρισμένο απ’ αυτούς. Προβάλλοντας τα πάντα στο πρόσωπο του δράστη (ή ίσως και σε όλους τους δράστες), οι απολογητές μπορούν να αποφεύγουν κάθε ανάλυση που αναφέρεται στις κοινωνικές σχέσεις που παράγουν τους δράστες και κυρίως τον δικό τους ρόλο σε αυτή την αναπαραγωγή. Η φιλοσοφία του ξεσκαρταρίσματος μερικών μαύρων προβάτων αποσπά την προσοχή από το γεγονός ότι ολόκληρο το κοπάδι είναι μαύρο.
«Οι σακατεμένοι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι. Ξέρουν ότι μπορούν να επιβιώσουν»
Προδοσία – Μια κριτική ανάλυση της κουλτούρας του βιασμού στις αναρχικές υποκουλτούρες