Με τα γνωστά επιχειρήματα ανωτερότητας του ανθρώπου, του μοναδικού “έλλογου και νοήμονος είδους”, που συμπληρώθηκα, όπως και σε άλλες περιπτώσεις με τα αντίστοιχα νομιμοποιητικά εχέγγυα από τα ειδικά επιστημονικά ιερατεία, στήθηκε η ανθρωποκεντρική φιλοσοφία του δυτικού πολιτισμού.
- Για τον εκσυγχρονισμό του στρατού και την υπόθεση της Ολικής Άρνησης του Εκσυγχρονισμός στρατού
Έτσι λοιπόν οι προωθούμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που άρχισαν να εφαρμόζονται ως «θεραπεία» στις αδυναμίες της «κρατικής παρεμβατικότητας» και στις στρεβλώσεις της ελεύθερης αγοράς, απαίτησαν μια συνολική μετατόπιση, σε όλα τα πεδία της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Στο επίπεδο της παραγωγής αρχίζουν και σαρώνονται οι «σταθερές» που αφορούν τόσο την μισθολογική πολιτική όσο και την λογική της “μονιμότητας” στην εργασία και εφαρμόζονται οι γνωστές στρατηγικές απορρύθμισης της ευέλικτης και επισφαλούς εργασίας. Οργανώνεται σε ιδεολογικό και θεσμικό επίπεδο μια συγκεκριμένη στρατηγική ενάντια στις εργατικές διεκδικήσεις και τις μορφές αγώνα και οργάνωσης στους χώρους εργασίας. Αντιαπεργιακοί νόμοι, δυνατότητα θεσμοθέτησης “προσωπικών συμβάσεων εργασίας” που αντικαθιστούν τις συλλογικές, ευνοϊκότερο εργατικό δίκαιο για την “επιχειρηματικότητα” και ταυτόχρονα “επικινδυνοποίηση” των εργατικών διεκδικήσεων και υπερπαραγωγή λόγων για την συνολική απονοηματοδότηση βασικών και ριζοσπαστικών κοινωνικών εννοιών και αξιών: όπου αλληλεγγύη, ανταγωνισμός, όπου κοινότητα, οικογένεια (κατά την γνωστή ρήση της Θάτσερ), όπου συλλογικότητα, κατακερματισμένοι/ες και εξατομικευμένοι-ες υπήκοοι/εργάτες-εργάτριες. Μέσα σε αυτό το πλέγμα αρχίζει και ξεδιπλώνεται το ιδεολόγημα του “κοινωνικού παρασιτισμού” (αυτών δηλαδή που “τρέφονται” με τα πενιχρά επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας) που εξατομικεύει, στοχοποιεί και ποινικοποιεί την “αποτυχία”(προάγγελος της στρατηγικής των “περισσευούμενων πληθυσμών” στις κρισιακές μέρες που ζούμε).
Να ρηγματώσουμε το καθεστώς φυσικοποίησής της, την κοινωνική της κατοχύρωση ως προαιώνιο θεσμό, ως αναλλοίωτο και αμετάβλητο σύμβολο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Να σπάσουμε την κυρίαρχη ροή της αιώνιας επιστροφής στον πνιγηρό κύκλο των συγγενικών σχέσεων. Αναδεικνύοντας την οικογένεια ως αυτό ακριβώς που είναι: ένα πεδίο σύνθετων διαπραγματεύσεων ισχύος, επιβολών, καταναγκασμών, ανελευθερίας.
Στο παρόν κείμενο επιχειρούμε να προσεγγίσουμε ένα αρκετά εξειδικευμένο κομμάτι των αναπαραστάσεων στα μ.μ.ε. Συγκεκριμένα, θα κατατεθούν κάποιες σκέψεις σχετικά με τις έμφυλες αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος, στο κυριότερο ίσως κομμάτι του πολιτισμού της τεχνολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων και εν τέλει του εμπορευματικού-καπιταλιστικού κόσμου, στις διαφημίσεις των μ.μ.ε.. Εστιάζουμε στις διαφημίσεις και όχι για παράδειγμα στις έμφυλες αναπαραστάσεις στον κινηματογράφο, τη ζωγραφική και τις άλλες μορφές τέχνης ή στον επιστημονικό λόγο και τα σκοταδιστικά θρησκευτικά κείμενα και τελετουργικά, όχι γιατί θεωρούμε τη συμβολή τους στην παραγωγή και επιτέλεση των έμφυλων ρόλων αμελητέα [αντίθετα χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής], αλλά γιατί η διαφήμιση έχει πλατιά απεύθυνση και είναι προσιτή σε ένα ευρύτατο κοινό (πιο ικανοποιητικός όρος ο θεατής/ακροατής), με τρόπο τέτοιο που καθορίζει ποικιλότροπα το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων [υπολογίζεται ότι μέχρι την ηλικία των 60 ένας άνθρωπος στο λεγόμενο «δυτικό κόσμο» έχει παρακολουθήσει γύρω στις 50.000.000 διαφημίσεις –τηλεοπτικές, σε περιοδικά, αφίσες κ.λπ.]. Κατατίθεται λοιπόν ως μια πρωτόλεια προσπάθεια αποδόμησης των κυρίαρχων αφηγήσεων για το σώμα, μέσα από τις εικόνες και το θέαμα και χωρίς αυτό να υπονοεί κάποιου είδους ηγεμονία των διαφημιστικών περιεχομένων στην εμπέδωση και εμπλουτισμό των κατασκευασμένων ρόλων. Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη: ένα πλήθος τόπων και λόγων υλικοποιούν το φύλο.
Οι ενοχλητικοί χούλιγκανς που πρέπει να καταστέλλονται σε περιόδους “ειρήνης”, αποτελούν για τους μηχανισμούς πρώτης τάξης κρέας για τα κανόνια όταν αυτό απαιτηθεί. Το γήπεδο το οποίο παρουσιάζεται αθώα ως μέρος και μέσο κοινωνικοποίησης, το γήπεδο το οποίο πλέον ανοίγει τις αγκάλες του σε ένα ευρύ φάσμα θεατών, “ξεπερνώντας” σε κάποια μέρη ή έχοντας “ξεπεράσει” σε άλλα το πρόβλημα της βίας, δεν έπαψε ποτέ να είναι το εκκολαπτήριο στρατών. Μπορεί αυτοί οι στρατοί κατά περίπτωση να μην εκφράζονται τόσο εντός των γηπέδων αλλά υπάρχουν και στήνουν τις δικές τους μάχες, τις δικές τους νίκες, τις δικές τους ήττες και απώλειες. Και σίγουρα θα αποτελούν τις εφεδρείες που θα “ενωθούν για τον κοινό σκοπό” που θα τεθεί από τα αφεντικά τους. Οι μελετητές του Κράτους του 20ου αιώνα έχουν επισημάνει πως για αυτό (το κράτος), ο αθλητισμός είναι κατά κύριο λόγο προστρατιωτική εκπαίδευση. Λίγο πριν την έναρξη του Α’ παγκοσμίου πολέμου Ο Γάλλος Henri Degranges, διευθυντής της αθλητικής εφημερίδας Auto και δημιουργός του ποδηλατικού γύρου Γαλλίας, δήλωνε ότι “ο πόλεμος τελικά είναι μόνον αθλητισμός, μια μεγάλη αθλητική σύγκρουση ανάμεσα σε δύο έθνη”. Να σημειωθεί ότι στη Γαλλία μέχρι τα τέλη του 1926 η διδασκαλία φυσικής αγωγής υπαγόταν στο υπουργείο Πολέμου. Μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, ο αθλητισμός έγινε το σύμβολο του εθνικού αγώνα και οι αθλητές εκπρόσωποι του 7 έθνους και ήρωες πολέμου, οι εγγυητές του συνδετικού ιστού της εθνικής κοινότητας. Οι οπαδοί είναι αναμφισβήτητο και περήφανο μέρος αυτών που θα εγγυηθούν την τιμή του έθνους.
Η μπροσούρα αυτή περιλαμβάνει την ολοκληρωμένη μορφή της εισήγησης που παρουσιάστηκε σε εκδήλωση του «Θερσίτη» με θέμα: «Ο στρατός, η συγκυρία, η ολική άρνηση στράτευσης και οι κοινωνικές αντιστάσεις» (Ιούνης 2011). Η εκδήλωση ήταν «προϊόν» συλλογικών διαδικασιών, τα περιεχόμενά της αποτέλεσμα συλλογικής επεξεργασίας, ενώ τόσο η εκδήλωση όσο και τα περιεχόμενά της αποτέλεσαν αφορμή για περαιτέρω συλλογικές και διασυλλογικές «ζυμώσεις». Για την παραγωγή και την παρουσίαση της εκδήλωσης συνεισέφεραν αμέριστα και σύντροφοι από την «Πρωτοβουλία για την Ολική Άρνηση Στράτευσης (Αθήνα)».Τόσο στο δρόμο για την ολοκλήρωση της μορφής αυτής της εκδήλωσης όσο και στο δρόμο για την ολοκλήρωση των επί μέρους περιεχομένων της, θέσαμε τους εαυτούς μας σε ένα πρωτόγνωρο μπόλιασμα ταυτοτήτων, ιδεών και δημιουργικών πειραματισμών. Η μπροσούρα λοιπόν αυτή, είναι κάτι περισσότερο από μια καταγραφή θέσεων, αποτελεί μέρος ενός «ζωντανού ντοκυμαντέρ» που συνοδεύει την παρουσίασή της. Αυτό το «ζωντανό ντοκυμαντέρ» δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από μια προσπάθεια σύνδεσης όλων εκείνων των εκφραστικών μέσων (και πολυμέσων) που αναζητήσαμε και πειραματιστήκαμε με την ίδια την μπροσούρα. Επιδίωξή μας είναι, η μπροσούρα αυτή, να μην παραμένει «ασυνόδευτη» προς διανομή στα ράφια των αυτοοργανωμένων χώρων, των στεκιών και των καταλήψεων, αλλά να αποτελεί –στο μέτρο του δυνατού- την αφορμή για μια ζωντανή αντιμιλιταριστική συνεύρεση και συζήτηση. Η μπροσούρα είναι χωρισμένη σε τέσσερα κεφάλαια. Το πρώτο αναφέρεται στα έθνη-κράτη και τον στρατό, το δεύτερο αναφέρεται στον στρατό και τη διαρκή συνθήκη της «έκτακτης ανάγκης», το τρίτο στις στάσεις και τις αντιστάσεις απέναντι στον στρατό και το τέταρτο αποτελεί ένα παράρτημα με τρία κείμενα που διαβάζονται αυτούσια κατά τη διάρκεια της παρουσίασης (πρόκειται για προσωπικές τοποθετήσεις συντρόφων και συντροφισσών σχετικά με τον στρατό και τρεις υπο-θεματικές: το φύλο, τους μετανάστες και τη θητεία).
Η επικέντρωση μεγάλων αποθεμάτων (σε πραγματικό και «εικονικό» χρήμα) και οικονομικών στρατηγικών στον τομέα της ιδιόκτητης κατοικίας, με την επέκταση του στεγαστικού δανεισμού (τα περίφημα πλέον subprimes-ενυπόθηκα δάνεια υψηλού πιστωτικού κινδύνου*), το επακόλουθο φούσκωμα των τιμών των ακινήτων αλλά και η αδυναμία αποπληρωμής των δανείων από τους Αμερικάνους καταναλωτές, ήταν ουσιαστικά η εδαφικοποιημένη απαρχή της λεγόμενης παγκόσμιας κρίσης. Τα χρόνια δομικά προβλήματα του ρέοντος μοντέλου, η υπερσυσσώρευση αδιάθετων κεφαλαίων, οι αντιφάσεις, οι ανασχέσεις και οι αντίρροπες δυνάμεις που αναπτύσσονται στην σφαίρα της οικονομίας δεν άργησαν να οπλίσουν την γενίκευση της κρίσης. Παρόλα αυτά, η ρέουσα φιλολογία περί κρίσης στοχοποιεί για το «κατάντημα» του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, κάποια golden boys που διαρκώς επινοούσαν περίπλοκα και ευφάνταστα τραπεζικά παιχνίδια και δάνεια και χειραγωγούσαν τους πελάτες προς αυτά ώστε να κρατούν ψηλά τα bonus τους, κάποιες κακές εντέλει τραπεζικές πρακτικές. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πολύ διαφορετική και φαίνεται ξεκάθαρα στο παραπάνω απόσπασμα από την ομιλία του πλανητάρχη ήδη το 2001. Το «περιορισμένο κράτος» του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, ουσιαστικά έδωσε το θεσμικό έναυσμα (με διευκολύνσεις στις τράπεζες), για αυτό τον χορό δισεκατομμυρίων δολαρίων (και 3 περίπου εκατομμυρίων εξώσεων το 2007-2009 για τους «κακοπληρωτές» Αμερικάνους). Η οικονομική πολιτική του αμερικάνικου κράτους στήθηκε τόσο ιδεολογικά όσο και στην πραγματική οικονομία πάνω στη χειραγώγηση ενός μεγάλου κοινωνικού κομματιού χαμηλόμισθων προς την απόκτηση ιδιόκτητης κατοικίας. Ήταν λοιπόν μια στρατηγική επιλογή του αμερικάνικου καπιταλισμού στο σύνολό του: η καθήλωση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων στις ΗΠΑ τα τελευταία 10 χρόνια (και η επακόλουθη αδυναμία τους να τροφοδοτήσουν την κατανάλωση) αλλά και η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση τομέων και η αλλαγή σύνθεσης των μέχρι πρότινος κρατικών δραστηριοτήτων έθετε για τα αμερικάνικα αφεντικά ένα πραγματικό «πρόβλημα» προς επίλυση: την «χρηματοδότηση» των δραστηριοτήτων των χαμηλότερων κοινωνικών ομάδων για την «αναζωογόνηση» και αναπαραγωγή του κυρίαρχου μοντέλου. Ταυτόχρονα τα μεγάλα κέρδη που είχαν συσσωρευτεί με την άνοδο και την κατάρρευση του χρηματιστηρίου υψηλών τεχνολογιών (NASDAQ) το 2001, τα οποία παρέμεναν ανενεργά, απαιτούσαν την επένδυσή τους και βρήκαν στους τίτλους που εξέδιδαν οι τράπεζες στη βάση του στεγαστικού χρέους, μια σίγουρη και κερδοφόρα αγορά. Κατά βάση λοιπόν η διεύρυνση του τραπεζικού δανεισμού έπαιξε κυρίαρχο ρόλο στην αποσόβηση κοινωνικών κρίσεων (λόγω έλλειψης ρευστού) αλλά και συγκράτησης των μισθών προς τα κάτω (άρα και μείωση του εργατικού κόστους). Δεν είναι τυχαίο επίσης πως η κατοχή στέγης μέσω δανείων, άνοιγε τις πόρτες για περαιτέρω χρηματοδότηση από τις τράπεζες στους «σκληρά εργαζόμενους οικογενειάρχες» (καταναλωτικά δάνεια, «διευκολύνσεις» κτλ.) ακόμα και σε 4 αυτούς που είχαν κακό πιστωτικό παρελθόν και παρόν: αυτούς που στο παρελθόν δεν ξεχρέωναν ορθά και εμπρόθεσμα τα δάνειά τους αλλά και αυτούς που ο πραγματικός τους μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τις «προϋποθέσεις» των δανείων. Και όταν άρχισαν οι δυσκολίες στην αποπληρωμή των δανείων, άρχισε και το ντόμινο της κατάρρευσης. Η «στέγη» λοιπόν δεν έγινε μόνο ένα «κεραμίδι πάνω από το κεφάλι» των μη προνομιούχων, αλλά η ένταξή τους στο μαγικό κόσμο της κατανάλωσης, το διαβατήριο στην θρυλούμενη κοινωνική τους ανέλιξη, η προσκόλλησή τους στο φετιχισμό του χρήματος και των εμπορευμάτων. Έτσι λοιπόν ένα κράμα κοινωνικού και ταξικού συντηρητισμού (που εκφραζόταν μέσα από την προσκόλληση σε αυτό το φετιχισμό), κρατικής πολιτικής (που επέβαλε ακόμα και την γεωγραφικά στον ιστό των πόλεων την ταξική κατανομή των πληθυσμών –π.χ. μετανάστες, μειονότητες- με την απαξίωση ή την ανάδειξη γειτονιών) και χρηματοπιστωτικών στρατηγικών αποτέλεσε τη θρυαλλίδα μιας κρίσης που από πολλούς είχε προβλεφθεί.
Ελεύθερες γυναίκες. Οι αναρχικές στην ισπανική επανάσταση του 1936
Οι αμβλώσεις ως διαρκές επίδικο του ελέγχου επί του γυναικείου σώματος
Το ζήτημα των αμβλώσεων καταφέρνει πάντα, ακόμα και σε εκείνα τα σημεία του πλανήτη που δεν ανακινείται θεσμικά, δεν κινητοποιεί αγώνες, κι έτσι δεν βρίσκεται στο επίκεντρο του κοινωνικού ενδιαφέροντος, να παραμένει σημείο αιχμής. Αυτό συμβαίνει επειδή αφενός οι εκτρώσεις είναι στη ζωή μας -η αντισύλληψη μάς απασχολεί συνέχεια, όπως και το τι κάνουμε σε περίπτωση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης- και αφετέρου γιατί αποτελούν σταυροδρόμι συνάντησης κυρίαρχων λόγων, κυρίως έμφυλων, εθνικιστικών και φυλετικών. Το ζήτημα των αμβλώσεων είναι πάντα ενεργό, ακριβώς επειδή συμπλέκεται με βασικά ζητήματα των πατριαρχικών επιβολών, τους λόγους περί έμφυλης διχοτομίας, αναπαραγωγής, σεξουαλικότητας, διαχείρισης του σώματος. Μέσα από τους λόγους περί εκτρώσεων παραμένουν πάντα ενεργές οι έμφυλες κατηγοριοποιήσεις και ταυτότητες -είναι ένα θέμα που αφορά κατεξοχήν στη διαχείριση του γυναικείου σώματος και της αναπαραγωγικής του δυνατότητας. Παράλληλα, επανακατοχυρώνεται η γλώσσα, η τυπολογία και οι επιβολές της πατριαρχίας, και επαναφυσικοποιείται η ετεροφυλοφιλία, αφού οι λόγοι περί κύησης, κυήματος, γεννήσεων προϋποθέτουν σταθερά μία συγκεκριμένη σύζευξη, ατόμων “θηλυκού και αρσενικού γένους”. Από την άλλη, το ζήτημα των αμβλώσεων συμπλέκεται πάντα με εθνικιστικά περιεχόμενα, όπως αυτά εκφράζονται και υλοποιούνται με τις πληθυσμιακές πολιτικές και τη διάχυτη δημογραφική “αγωνία”, τουλάχιστον στο δυτικό κόσμο, για την “αιμορραγία” ως προς τη “φυλετική καθαρότητα” και την ανάγκη ενίσχυσης με ποσοτικούς όρους του εθνικού σώματος προκειμένου να προφυλαχτούμε από τους -πάντα εν δυνάμει- όμορους εισβολείς. Για όλους αυτούς τους λόγους άλλωστε, αρκετές δεκαετίες τώρα αποτελεί βασικό σημείο των αγώνων των γυναικών. Κρίνουμε λοιπόν, ότι οι αμβλώσεις δεν αποτελούν κάποιο α-ιστορικό φαινόμενο, όπως κανένα άλλωστε, αλλά σταθερά ενεργό πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα που χρειάζεται να ιστορικοποιηθεί και να συνδεθεί με το σύνολο των περιεχομένων και απολήξεών του.
Η κυρίαρχη ρητορεία για την ιστορική περίοδο που διανύουμε παραμένει ανεξάντλητη αποθεμάτων. Το κυριότερο μέλημά της ήταν και είναι να πειστούμε ότι η κρίση είναι το αποτέλεσμα της κακής διαχείρισης του δημόσιου χρήματος, της κερδοσκοπίας κάποιων λίγων και ότι ως εκ τούτου το πρόβλημα διορθώνεται, βάζοντας όλοι λίγο πλάτη για την αποκατάσταση της «βλάβης» τού κατά τα άλλα άρτιου συστήματος πολιτικής και κοινωνικής διαχείρισης. Πάνω σε αυτό το κομβικής σημασίας για το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα επιχείρημα, χτίζεται μια άνευ προηγουμένου στρατηγική λεηλασίας και επέλασης στους «από κάτω». Στην πραγματικότητα, η «οικονομική κρίση» δεν ήρθε από το πουθενά, ούτε χαρακτηρίζεται από τη «φυσικότητα» κάποιας ασθένειας που όλοι-ες είμαστε συνυπεύθυνοι-ες. Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν πάντα ένα πολύ πρόσφορο πεδίο για τα αφεντικά του κόσμου να ξαναμοιράσουν την τράπουλα, να ξεφορτωθούν τα «αντιπαραγωγικά» βάρη, να επαναδιαμορφώσουν τις στρατηγικές επέκτασης της κερδοφορίας των λίγων –οι οικονομικές κρίσεις είναι και κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις. Όσο για την κερδοσκοπία, αυτή αποτελεί δομικό συστατικό του καπιταλισμού, είναι η ύψιστη αξία του πολιτισμού του χρήματος και του εμπορεύματος. Οι «αόρατοι» κερδοσκόποι, που επιβουλεύονται το «κοινό καλό», είναι απλά ένα από τα κυρίαρχα ευφυολογήματα, αφού είναι οι ίδιοι –εύκολα ορατοί- που αντάλλασαν και θα συνεχίσουν να ανταλλάσουν υπογραφές και επενδύσεις με την κρατική μηχανή, μιλώντας πάντα στη γλώσσα της «ανάπτυξης»
οι νέοι εθνικισμοί στην Ευρώπη-Φρούριο – οι εθνικές αφηγήσεις στην εποχή της κρίσης
Οι θεωρήσεις για το τέλος το έθνους-κράτους εκκινούν από μια στρεβλή αναγωγή που αντιλαμβάνεται την αλλαγή του ρόλου του κράτους μέσα στο διεθνοποιημένο καπιταλιστικό πεδίο, από έναν αυτόνομο ρυθμιστή των καπιταλιστικών ροών μέσα σε μια «σταθερή» διεθνή πραγματικότητα, σε ένα «υποβαθμισμένο» επιτελικό οργανωτή της κοινωνικής ζωής μέσα σε συνθήκες «διακινδύνευσης», μέσα σε συνθήκες μόνιμης έκτακτης ανάγκης. Η «απώλεια» (ή ιδιωτικοποίηση) παραδοσιακών χώρων του αστικού κράτους μέσα στο πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού (που αφορούν κυρίως την κοινωνική αναπαραγωγή) ερμηνεύεται από πολλούς ως μια εξασθένηση της κρατικής δύναμης. Πρόκειται για έναν νεοφιλελεύθερο μύθο που σέρνεται από τις ακαδημαϊκές εστίες ως (εκλαϊκευμένος αυτή τη φορά) τα τηλεοπτικά πάνελ καιτον δημόσιο πολιτικό λόγο. Αυτό που αντίθετα συμβαίνει είναι πως η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση απαίτησε ένα ισχυρό κράτος, επαγγελματία στρατιωτικό και αστυνόμο με έναν υβριδικό φιλελευθερισμό που να ανταποκρίνεται στην «έκτακτη ανάγκη». Οι αλλαγές που συντελέστηκαν στο ρόλο του κράτους τα τελευταία (προ κρίσης) χρόνια στο επίπεδο των αναφορών, των διακηρύξεων και των κατευθύνσεών του, δεν οδηγούσε σε μια αποδόμηση αλλά σε έναν (απαραίτητο) εμπλουτισμό της εθνοκρατικής υπόστασης. Κάτι όμως φαίνεται να αλλάζει και ίσως όχι μόνο στο πεδίο της ιδεολογικής ηγεμόνευσης των κοινωνιών, αναφορικά με την έννοια του έθνους, της πατρίδας και του νέου εθνικισμού. Η στρατηγική των τελευταίων χρόνων (και πολύ περισσότερο μέσα στα χρόνια της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης) της επένδυσης σε νέο-ολοκληρωτικούς λόγους, η διαμόρφωση θεσμικών «καταστάσεων εξαίρεσης», η παραγωγή ολοένα και ισχυρότερου «εθνικού λόγου» και η πριμοδότηση φασιστικών-εθνικιστικών κομμάτων και πρακτικών αποτελεί τον βασικό κορμό μιας νέας εθνοκρατικής αφήγησης-συγκρότησης. Το «φάντασμα» του εθνικισμού πλέον δεν μυστικοποιείται, δεν αφορά απλά «λούμπεν» πολιτικούς χώρους, δεν κρύβεται πίσωαπό στερεοτυπικές αναπαραστάσεις οπισθοδρόμησης: ο εθνικισμός (που εξάλλου ποτέ δεν είχε ούτε στιγμή σταματήσει να είναι παρόντας και να οργανώνει δομικά τις κοινωνίες) απενοχοποιείται, έρχεται στο προσκήνιο για να τεθεί σε «δημόσια διαβούλευση», ντύνεται επίσημα ως μια κατεξοχήν συστημική εναλλακτική… Στα της ευρωπαϊκής γειτονιάς μας, τόσο η αύξηση των «ευρωσκεπτικιστικών» τάσεων, όσο και το υπόδειγμα της πολεμικής κρίσης στην Ουκρανία αποτελούν κάποια σημάδια. Ο εναγκαλισμός πλέον ισχυρών οικονομικών μπλοκ (και όχι απλά των παραδοσιακών συντηρητικών μεσαίων τάξεων) με τέτοιου είδους πολιτικές εκφράσεις είναι επίσης ένα δυναμικό σημάδι. Βρισκόμαστε σε μια εποχή συνολικής κρίσης που προμηνύει μεταβάσεις και όχι επιστροφές σε παρελθοντικές σταθερές (ουδέποτε εξάλλου υπήρξε τέτοιου είδους ιστορική κίνηση) οι οποίες και απαιτούν την αναπροσαρμογή των σχέσεων εξουσίας στις απαιτήσεις του νέου υποδείγματος καιτην εμπέδωση νέων μορφών κρατικής συγκεφαλαίωσης της αστικής εξουσίας και πιθανά να οριοθετήσουν μια ιστορικά νέα μορφή καπιταλιστικού εθνικού κράτους. Για να μιλήσουμε όμως για το πως σε ιδεολογικό και θεσμικό επίπεδο οργανώνονται οι νέοι εθνικισμοί θα πρέπει να αναφερθούμε (συνοπτικά) τόσο στην δομική-ιστορική βάση του έθνους-κράτους, όσο και για την ίδια την ιστορική συγκυρία.
Η ανάπτυξη σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης
Τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα και οι συνακόλουθες συνέπειές τους στη φύση καιτους ανθρώπους δε συμβαίνουν μόνο τα τελευταία χρόνια, με την ένταξη της χώρας στη λεγόμενη “εποχή των μνημονίων”. Κάθε καπιταλιστικό κράτος για να μπορεί να θεωρείται τέτοιο, υλοποιεί τις αναπτυξιακές πολιτικές του, μιας που η αναπτυξιακή διαδικασία εξυπηρετεί κατά βάση τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου και την καπιταλιστική συσσώρευση. Για έναν αιώνα τουλάχιστον, με κορύφωση το δεύτερο μισό του, συντελούνται στον ελλαδικό χώρο μια σειρά από “έργα πνοής”, που ασφαλώς συμπίπτουν χρονικά με μια πιο ταχεία, αν και βραδύτερη συγκριτικά με άλλα παραδείγματα εντός της περιφέρειας, διαδικασία καπιταλιστικοποίησης. Οι εκτεταμένες μεταλλευτικές δραστηριότητες από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, τα μεγάλα έργα οδοποιίας, με τελευταίους τους κολοσσιαίους αυτοκινητοδρόμους της Εγνατίας, τα υδροηλεκτρικά φράγματα, οι εκτροπές ποταμών, η σταθερή οικιστική “ανάπτυξη” και τελευταία η εφαρμογή τεχνολογιών “ανανεώσιμων πηγών ενέργειας”, ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά, είναι μόνο κάποια από αυτά που άλλαξαν μη αντιστρεπτώς τη γεωγραφία των περισσότερων περιοχών και τη ζωή των κατοίκων τους, μην αφήνοντας ανεπηρέαστα και τα χαρακτηριστικά εντέλει της ίδιας της ζωής. Οι κοινωνικοί αγώνες ωστόσο που δόθηκαν και συνεχίζουν να δίνονται, τόσο σε τοπικό όσο και σε κεντρικό επίπεδο, αποτελούν αναμφισβήτητα ανάχωμα στα σχέδια των κυρίαρχων και πάντα αλλάζουν τη ροή της ιστορίας, πετυχαίνοντας τόσο υλικά όσο και συμβολικά ρήγματα στο μονόλογο της καπιταλιστικής ερημοποίησης.
Η πατριαρχική βία δεν είναι η εξαίρεση. Μιλώντας για τη δολοφονία στην Πετρούπολη ανασύρουμε κάποια από εκείνα τα περιστατικά που δεν βγήκαν ποτέ από το σκοτάδι, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, τους θανάτους γυναικών από άντρες- πατεράδες, συντρόφους, συζύγους, συγγενείς. Τέτοια περιστατικά συμβαίνουν συστηματικά, και όχι από μια ειδική κατηγορία αντρών. Ακόμα και όταν δημοσιεύονται, εγγράφονται στην κοινωνική μνήμη ως τραγωδίες, ως “εγκλήματα πάθους” και τις περισσότερες φορές αφήνεται να εννοηθεί ότι η γυναίκα είναι αυτή που προκάλεσε το βιασμό, τον ξυλοδαρμό, το θάνατό της. Στην πραγματικότητα, όμως, μιλάμε για έμφυλη βία, επιβολή λεκτική, σωματική και ψυχολογική, που ασκείται από άνδρες κατά γυναικών, στη βάση ακριβώς του φύλου, της έμφυλης ιδιότητάς τους και των συνεπαγομένων της, των διακρίσεων, των προνομίων και των περιορισμών που οι έμφυλοι ρόλοι παράγουν. Σε ένα πατριαρχικό καθεστώς, από την οικογένεια και το σχολείο, μέχρι τους εργασιακούς χώρους και τις ερωτικές σχέσεις αναπαράγονται και φυσικοποιούνται οι σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης και οι ρόλοι με βάση το δίπολο άντρας-γυναίκα. Τα αρρενωπά χαρακτηριστικά εξυψώνονται σε συνώνυμα της δύναμης και της υπεροχής και τα θηλυκά κατασκευάζονται ως ταυτόσημα της αδυναμίας και της υποταγής. Τα αντρικά πειράγματα, οι χειρονομίες, οι επιθέσεις υλικοποιούν αυτές τις έμφυλες ανισότητες, κατοχυρώνουν την αντρική υπεροχή και λειτουργούν ως μέσα επιβολής και πειθάρχησης των γυναικείων σωμάτων. Η απόκρυψη της έμφυλης διάστασης της βίας στο πλαίσιο του οικογενειακού περιβάλλοντος υπό το όνομα “ενδοοικογενειακή βία” -σαν να πρόκειται για αυτοφυές, φυσικό φαινόμενο της οικογένειαςλειτουργεί υπέρ της προστασίας και της διαιώνισης των σκληρών παιχνιδιών εξουσίας εντός του οικιακού χώρου. Η “ενδοοικογενειακή βία” γίνεται εξαίρεση βίας. Στα σκοτάδια της οικίας όλα επιτρέπονται και δικαιολογούνται. Αποδέκτες της είναι πάντα γυναίκες και παιδιά, αυτές δηλαδή που η πατριαρχία “βλέπει” όχι μόνο ως αδύναμες αλλά και κατώτερες, υπό την εξουσία και την ιδιοκτησία του άνδρα-οικογενειάρχη.
Εφημερίδες του Θερσίτη: