Δεν είναι, όμως, μόνο αυτός ο λόγος, δηλαδή η χρονική συνέχιση του πολέμου, που ενδεχομένως καθιστά επίκαιρη αυτή την έκδοση. Η κατάσταση στα τρία καντόνια της βόρειας Συρίας, πιο γνωστά με το όνομα Rojava, και οι κοινωνικές σχέσεις που αναπτύσσονται εκεί βρίσκουν ακόμα θέση στη λεγόμενη πολιτική ατζέντα των ημερών μας, ενώ, στο εξωτερικό, μέσα στο 2016, εκδόθηκαν και αρκετά βιβλία πάνω στον πόλεμο της Συρίας και τη λεγόμενη «επανάσταση» των Κούρδων στην περιοχή που ελέγχουν.
Με τον τρόπο μας, επιδιώκουμε να συμβάλλουμε κι εμείς στην ευρύτερη συζήτηση που έχει συστηματοποιηθεί τουλάχιστον από το 2014 και μετά, αν και όχι με τη συνήθη διθυραμβική αντιμετώπιση. Όσοι ασχοληθούν με όσα γράφονται στα επτά κείμενα που αποτελούν αυτό το βιβλίο, τέσσερα για την κατάσταση που επικρατεί στη Rojava και τρία αντίστοιχα για το Ισλαμικό Κράτος, ίσως μας κατηγορήσουν ότι μας ενδιαφέρει η πολιτική καθαρότητα και ότι επιδιώκουμε να παραμείνουμε στο απυρόβλητο, αποφεύγοντας να λερώσουμε τα χέρια μας παίρνοντας θέση για μια «πραγματική» επανάσταση, η οποία, σύμφωνα με το αυτό το πολιτικό σκεπτικό, είναι αναπόφευκτα γεμάτη αντιφάσεις. Αντιπαρερχόμενες αυτά τα εύκολα συμπεράσματα, ισχυριζόμαστε πως το να επιδιώκεις να κατανοήσεις τις παρούσες αντιφάσεις μιας δοσμένης κοινωνικής διαδικασίας και να αγωνίζεσαι για το ξεπέρασμά τους με επαναστατικό τρόπο 9 διαφέρει πολύ από το να υπερασπίζεσαι τις ίδιες τις αντιφάσεις ως τέτοιες, σαν η ίδια η ύπαρξή τους να υπονοούσε την αφετηρία μιας κοινωνικής επανάστασης. Δεν αμφιβάλλουμε πως στην περιοχή της βόρειας Συρίας που οι Κούρδοι και οι υποστηρικτές τους αποκαλούν Δυτικό Κουρδιστάν, έχουν υπάρξει ιστορικά προλεταριακοί αγώνες. Δικός μας στόχος με αυτή την έκδοση είναι να προσπαθήσουμε, κατά το δυνατόν, να διαπεράσουμε το ιδεολογικό πέπλο που έχει πέσει πάνω στις πραγματικές κοινωνικές σχέσεις που επικρατούν στην περιοχή και να βγάλουμε ορισμένα συμπεράσματα για την τρέχουσα περίοδο. Δεν έχουμε σκοπό να απαξιώσουμε τις όποιες προσπάθειες καταβάλλουν οι Κούρδοι για μια καλύτερη ζωή, αλλά είναι αναγκαίο να τους αναγνωρίσουμε ως μια εθνότητα, όπως όλες οι άλλες, η οποία είναι διαιρεμένη σε κοινωνικές τάξεις και στης οποίας την καθημερινότητα ενοικούν όλων των ειδών οι καταπιέσεις και εξουσίες. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση να υποστηρίξουμε γενικά και άκριτα οποιαδήποτε αντίληψη φέρει μια αγωνιζόμενη κοινωνική ομάδα για τον εαυτό της, συμπεριλαμβανομένης της αυτοθυματοποιητικής αναφοράς σε έναν «έθνος χωρίς πατρίδα». Το έθνος δεν μπορεί ποτέ να αποτελέσει προϋπόθεση της κριτικής, αλλά μόνο έναν από τους κύριους στόχους της. Δεν μετέχουμε της αριστερίστικης λογικής που θέλει να υποστηρίζει τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες σε ένα σημείο του πλανήτη, κοινοβουλευτικές (αριστερές κατά προτίμηση) δυνάμεις σε ένα άλλο και τον κουρδικό δημοκρατικό συνομοσπονδισμό σε ένα τρίτο. Το πρόβλημα είναι η ίδια η έννοια του αυτοκαθορισμού ενός λαού και η διαταξική εξουσιαστική προοπτική δημιουργίας ενός κράτους, με την οποία αυτή συνδέεται άρρηκτα, καθώς υλοποιείται. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του Ισλαμικού Κράτους, μόνο που εκεί κύριο ενοποιητικό χαρακτηριστικό αποτελεί η ισλαμική θρησκεία, εξίσου ασύμβατη όπως κάθε θρησκεία με όποια προοπτική χειραφέτησης. Η δική μας οπτική γωνία, που διαπερνάει και τα έξι από 10 τα επτά κείμενα που δημοσιεύουμε (μόνη ίσως εξαίρεση το κείμενο των Crimethinc) επικεντρώνει στους κοινωνικούς αγώνες ως τέτοιους και στις προσδοκίες των από κάτω χωρίς να υιοθετεί μια αντιιμπεριαλιστική αντίληψη και χωρίς, φυσικά, να ταυτίζεται με κάποιο στρατόπεδο στον πόλεμο που ξεκίνησε σε συριακό έδαφος από το 2011 και μετά. Επειδή, εντούτοις, η κουρδική απόπειρα ανοικοδόμησης μιας εναλλακτικής στο υπάρχον επιδιώκει να τοποθετηθεί πιο κοντά στις δικές μας, δυτικές, εμπειρίες αγώνα –και σίγουρα επειδή μας είναι απόμακρες οι όποιες προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή που διαμεσολαβούνται από τους φονταμενταλιστές ιθύνοντες του Ισλαμικού Κράτους (το δεύτερο μέρος αυτής της έκδοσης προσπαθεί να καταπιαστεί με αυτό το ζήτημα)– χρειάζεται να πούμε κάποια πιο συγκεκριμένα πράγματα για τη θέση του PKΚ και του PYD, του κομματικού κλώνου του, στην περιοχή. Το κουρδικό έθνος διεκδικεί μια επικράτεια που βρίσκεται ανάμεσα στη Συρία, την Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ, εντός μιας ευρύτερης περιοχής πλούσιας σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Σε αυτή την επικράτεια, εδώ και έναν αιώνα, οι Κούρδοι αγωνίζονται με διαφορετικούς τρόπους και υπό διαφορετικές ηγεσίες για τον εθνικό αυτοκαθορισμό τους.
Όσοι μιλάνε μόνο για κρίση αξιοποίησης του κεφαλαίου, χωρίς να αναφέρονται ρητά στην παράλληλη κρίση του πολιτικού ως κρίση του έθνους-κράτους αγνοούν –σκόπιμα ή όχι μικρή σημασία έχει– τον ιδεολογικό, και γι’ αυτό πολύ πρακτικό, τρόπο με τον οποίο οι από κάτω εκλαμβάνουν ως «κοινωνικό συμβόλαιο» τη σχέση τους με το κράτος˙ και μαζί του υποτιμούν την ισχύ της προσδοκίας ενσωμάτωσης στο υπάρχον που εκφράζουν τα σημερινά κοινωνικά κινήματα είτε αυτά αφορούν τους «προνομιούχους» είτε «αυτούς που περισσεύουν», όχι βεβαίως με τον ίδιο τρόπο. Παράλληλα, και με έναν αιματηρά αντεστραμμένο τρόπο, κλείνουν τα μάτια σε εκείνες τις ιστορικά εγγυημένες διαδικασίες ιεράρχησης και αποκλεισμού που πηγάζουν από τη δομική σχέση καπιταλιστικού κράτους και κοινωνίας πολιτών και μετράνε την αξία της ζωής μας με όρους φύλου, φυλής και τάξης. Το κεφάλαιο είναι πολιτικό, αλλά ποτέ από μόνο του˙ οι σχέσεις εκμετάλλευσης μπορούν να γίνουν νοητές μόνο εντός των οριζουσών του συνόλου των εξουσιαστικών σχέσεων εντός ενός κοινωνικού σχηματισμού, και εξ’ ορισμού διαπερνώνται και διαπερνούν το κράτος που με τη σειρά του, ως κατεξοχήν έκφραση του πολιτικού, μπορεί να οριστεί μόνο ως καθολικό, μόνο ως διατρέχον το σύνολο του κοινωνικού πεδίου. Υπάρχουν σοβαροί λόγοι να μιλάμε για τη λεγόμενη «σχετική αυτονομία του πολιτικού», δηλαδή του κράτους, οι οποίοι ελπίζουμε να φανούν παρακάτω.
*
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο τέταρτος γύρος των ειρηνευτικών συνομιλιών για τη Συρία υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στη Γενεύη έχει ήδη δρομολογηθεί, ενώ στο άλλο άκρο του πεδίου μαχών –και μετά από πάνω από 100 μέρες έναρξης της στρατιωτικής επιχείρησης στην οποία μετέχουν περίπου 100.000 ιρακινοί στρατιώτες, μέλη των κουρδικών δυνάμεων ασφαλείας και σιίτες παραστρατιωτικοί με την εναέρια υποστήριξη του διεθνούς συνασπισμού δυνάμεων υπό την ηγεσία των ΗΠΑ– οι δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους έχουν απωθηθεί πλήρως μόνο από το ανατολικό τμήμα της Μοσούλης. Από όποια σκοπιά κι αν το δει κανείς, και παρόλες τις προσωρινές εκεχειρίες τον τελευταίο χρόνο, οι ισορροπίες στην ευρύτερη γεωγραφική περιοχή που καλύπτει τη Συρία και το Ιράκ δεν έχουν αποκατασταθεί, το Ισλαμικό Κράτος, παρόλο που υποχωρεί συνεχώς, δεν παραδίδει τα όπλα εύκολα και η οριστική του ήττα απέχει πολύ στον χρόνο, αλλά και κοινωνικά, δεδομένων των ισχυρών ερεισμάτων που διαθέτει, ειδικά στο Ιράκ.
Τι θα σήμαινε, όμως, η ομαλοποίηση της κατάστασης στην περιοχή με την υπογραφή π.χ. μιας συμφωνίας μεταξύ Άσαντ και αντικαθεστωτικών, ακόμα και στην υποθετική περίπτωση της συντριβής του Ισλαμικού Κράτους; Υπάρχει, υπήρξε, κάποια διαφορετική προοπτική πέρα από την επανέναρξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης και την κανονικότητα της διευθέτησης των κρατικών υποθέσεων, από την επαναχάραξη των συνόρων και την υποδαύλιση του θρησκευτικού μίσους;
“πίσω από την επική αφήγηση της πολιτιστικής και πολιτικής αντίστασης, το κίνημα της καταλανικής ανεξαρτησίας περιορίζεται βαθύτατα από την πολιτική οικονομία, την ταξική σύνθεση και τι γεωπολιτικές συμπλέξεις της Καταλονίας”
Πάνω από 3.000 μεγάλες επιχειρήσεις έχουν μεταφέρει την έδρα τους μακριά από την Καταλονία από την περίοδο του δημοψηφίσματος και μετά. Στις εκλογές της 22ης Δεκεμβρίου 2017, οι οποίες προκηρύχθηκαν αναγκαστικά μετά την ενεργοποίηση του άρθρου 155 και τη διάλυση της καταλανικής βουλής από το ισπανικό κράτος, αποτυπώθηκε ξανά η βαθιά διαίρεση του καταλανικού πληθυσμού όσον αφορά την επιθυμία απόσχισης ή μη. Την ίδια στιγμή, η στήριξη στην ανεξαρτησία είναι πλειοψηφική στις αγροτικές περιοχές και τη μεσαία τάξη, ενώ παραμένει μειοψηφική στην εργατική τάξη των μεταναστών, εσωτερικών ή μη, και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.