Η ολομέτωπη επίθεση της υπερεθνικής ελίτ ενάντια στα ετεροκαθοριζόμενα στρώματα της κοινωνίας που βρίσκεται σε εξέλιξη, έχει σαν απώτερο στόχο την κατοχύρωση των θεσμικών προϋποθέσεων που θα επιταχύνουν τη διαδικασία αγοραιοποίησης της ελληνικής κοινωνίας και την πλήρη μετάβαση της χώρας στο κοινωνικό παράδειγμα που συνεπάγεται η νεοφιλελεύθερη φάση της νεωτερικότητας. Η πελώρια διόγκωση του δημόσιου χρέους του ελληνικού κράτους δεν οφείλεται απλώς στην εγκληματική κακοδιαχείριση των οικονομικών πόρων του δημοσίου από την διεφθαρμένη πολιτική ελίτ, ούτε στην κατασπατάληση των κοινοτικών επιδοτήσεων, ή την υπέρμετρη επέκταση του κρατικού διοικητικού μηχανισμού. Σύμφωνα με την ανάλυση μας, η συσσώρευση ενός τεράστιου δημοσίου χρέους αποτελεί την αναπόφευκτη εξέλιξη του οικονομικού μοντέλου εξαρτημένης ανάπτυξης που υιοθετήθηκε από διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις, έπειτα από την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1980.[i]
Η προσχώρηση της Ελλάδας στις ευρωπαϊκές οικονομικές δομές είχε σαν αποτέλεσμα την έναρξη της διαδικασίας ενσωμάτωσης της χώρας στο σύστημα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, η οποία επέφερε την έκθεση της αδύναμης ελληνικής οικονομίας στις ανελέητες ανταγωνιστικές πιέσεις που επικρατούν μέσα σε ένα διεθνοποιημένο οικονομικό περιβάλλον. Μέσα στο θεσμικό πλαίσιο των απορυθμισμένων και οργανικά συνδεδεμένων αγορών, η ανάδυση του μοντέλου εξαρτημένης ανάπτυξης επέρχεται με φυσικό τρόπο όταν δύο οικονομίες που χαρακτηρίζονται από εντελώς άνισα επίπεδα τεχνολογικής ανάπτυξης, δομικής συνοχής και παραγωγικότητας έρχονται σε επαφή και αλληλεπιδρούν στο πλαίσιο του αμοιβαίου ανταγωνισμού.[ii] Σε αυτή την περίπτωση, η δημιουργία σχέσεων οικονομικής κυριαρχίας που εκφράζονται μέσα από δεσμούς υποτέλειας και ετεροκαθορισμού ανάμεσα στην ισχυρή οικονομία του κέντρου και την εξαρτημένη οικονομία της περιφέρειας, εναπόκειται στη δυναμική του συστήματος που, μέσω της αρχής του ανταγωνισμού, θεσμοποιεί και αναπαράγει τις σχέσεις οικονομικής δύναμης ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ίδια την αναπαραγωγή του.
Η «δημοκρατία» τείνει πάντοτε να αναγάγει τις ταξικές συγκρούσεις σε μια μεγάλη πολιτισμική παρεξήγηση. Οι προλετάριοι αναμφίβολα γνωρίζουν καλύτερα. Επιπλέον, για να είναι αποτελεσματική η πασιφιστική ιδεολογία θα πρέπει να υπάρχει κάποιος «εκεί ψηλά», στα ανώτερα κλιμάκια της θεσμισμένης εξουσίας, που είναι διατεθειμένος να «ακούσει» και να λάβει υπόψιν τα αιτήματα που εκφράζει η ειρηνική κινητοποίηση. Ωστόσο, είναι μάλλον παράδοξο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να απευθύνει αιτήματα προς τις ίδιες εκείνες πολιτικές ελίτ οι οποίες επιδιώκουν ανερυθρίαστα την εισαγωγή νομοθεσίας που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα του συνόλου των ετεροκαθοριζόμενων στρωμάτων της κοινωνίας. Η έλλειψη θεσμικής ισχύος είναι άλλωστε ο βασικός λόγος που κάποια κοινωνικά υποκείμενα στοχοποιούνται κατά συρροή από τις κυρίαρχες πολιτικές και οικονομικές ελίτ (π.χ. συνταξιούχοι, άνεργοι).
Επιπλέον, η απόφαση για την υλοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής είναι ειλημμένη και διέπεται από πλήρη επίγνωση της δυσαρέσκειας που ενδέχεται να προκαλέσει στα υποτελή κοινωνικά στρώματα. Στον βαθμό που η δυσαρέσκεια αυτή δεν ξεπερνάει τις φόρμες της «νόμιμης» διαμαρτυρίας, η αντίδραση των θυμάτων της κυβερνητικής πολιτικής δεν είναι ικανή να ανησυχήσει τις ελίτ του συστήματος. Άλλωστε, είναι νωπές ακόμα οι μνήμες με το οργισμένο πλήθος των διαδηλωτών που διαμαρτυρόταν έξω από την Βουλή και τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ να υψώνουν πανό με συνθήματα κατά της «μνημονιακής» κυβέρνησης, την ώρα που εισέρχονταν στο κοινοβούλιο για να δώσουν τον «υπέρ πάντων αγώνα» υπέρ του λαού. Σήμερα, οι ίδιες μάζες είναι υποχρεωμένες να διαδηλώσουν ενάντια στους όψιμους αριστερούς σωτήρες τους, που προεκλογικά έτειναν ευήκοα ώτα για να εισακούσουν την λαϊκή οργή, αλλά κουφάθηκαν μόλις κατέλαβαν την πολυπόθητη εξουσία.
Στην ετερόνομη πολιτική σκέψη, η στιγμή του λαϊκού ξεσηκωμού εμφανίζεται πάντοτε με την μορφή μιας Δευτέρας Παρουσίας με κοσμικούς όρους, μιας αιματοβαμμένης συγκυρίας κατά την οποία όλοι οι κοινωνικοί δεσμοί θα καταρρεύσουν, κάθε έννοια τάξης θα ανατραπεί και το γενικευμένο χάος θα επικρατήσει. Από την σκοπιά της ετερονομίας, το χάος δεν μπορεί ποτέ να είναι δημιουργικό, με τον τρόπο που στην αρχαία ελληνική κοσμοθεωρία το αρχέγονο και πρωτογενές χάος έδωσε πνοή κι εξέθρεψε τις καταληπτές συμπαντικές δομές του φυσικού κόσμου που μας περιβάλλει.[i] Η ενδεχόμενη αναστολή της ισχύος των κανόνων της έννομης τάξης, δεν μπορεί παρά να σηματοδοτήσει το απειλητικό φάσμα της ολικής εξαφάνισης του «πολιτισμού». Όχι ως μιας εφήμερης και ιστορικά καθορισμένης πολιτισμικής κατασκευής που φυσιολογικά μεταβάλλεται σύμφωνα με τον μετασχηματισμό των υλικών συνθηκών και των κοινωνικών σχέσεων που ενσωματώνει, αλλά σαν την ουσιαστική εξάλειψη του συνόλου των ηθικών και υλικών προδιαγραφών που κάνουν δυνατό κάθε είδος κοινωνικής συμβίωσης. Με άλλα λόγια, η ετερόνομη πολιτική σκέψη βιώνει την στιγμή της ρήξης με το κυρίαρχο κοινωνικό παράδειγμα σαν μια οδυνηρή κίνηση καταστροφής και οπισθοδρόμησης που θα μας γυρίσει πίσω στον πρωτογονισμό και σε μια συνθήκη ανείπωτης βαρβαρότητας. Φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στα οργισμένα άρθρα των νεομπουρζουάδων απολογητών της κυριαρχίας, για να κατανοήσει την ιδεολογική δύναμη που εξακολουθεί να αποδίδει ο συστημικός πολιτικός λόγος στην φαντασιακή σημασία της άνευ όρων υπακοής στον νόμο σαν προϋπόθεση για την εισδοχή της ελλαδικής κοινωνίας σε μια φαντασιακή κοινότητα «πολιτισμένων» ευρωπαϊκών κρατών
δεν υπάρχει κράτος που να μπορεί να συνυπάρξει με την κοινωνική αυτοδιεύθυνση, γιατί αν υπάρχει αυτοδιεύθυνση σε μαζική κοινωνική κλίμακα, τότε εκλείπει η αναγκαιότητα για την ύπαρξη του κράτους. Από αυτή την άποψη, εξόχως προβληματική είναι και η ύπαρξη της μορφής-κόμμα σε σχέση με τις κοινωνικές ομάδες που υποτίθεται πως εκπροσωπεί και τις κοινωνικές διεργασίες που υποτίθεται ότι εκφράζει. Γιατί αν το κόμμα είναι πραγματικά ανοικτό προς τις κοινωνικές διεργασίες, τότε δεν νοείται να οργανώνεται ως ξεχωριστός πολιτικός φορέας, που τοποθετείται απέναντι στην κοινωνία αυτή καθ’ εαυτή και στα όργανα που αυτή έχει συγκροτήσει προκειμένου να δημιουργήσει τις κοινωνικές συνθήκες για την αυτοθέσμιση της. Κατά την άποψη μας, είναι κάτω από το βάρος της παραπάνω διαπίστωσης που θα πρέπει να αξιολογηθεί η συνεισφορά των ρευμάτων του συμβουλιακού κομμουνισμού στην εναλλακτική παράδοση της αυτονομίας και να δοθεί η πρέπουσα σημασία στην αποτυχία τους να απαλλαγούν ολοκληρωτικά από την ιδέα του κόμματος και να πραγματοποιήσουν το πολιτικό άλμα προς την μεριά ενός συνειδητοποιημένου ρεύματος του κοινωνικού αναρχισμού.
Θα ήταν λάθος αν συγχέαμε την άμεση δράση σαν μέθοδο χειραφέτησης του
κοινωνικού αναρχισμού, με μια αντίληψη ενός ακατέργαστου και πολλές φορές
επιπόλαιου ακτιβισμού, απλά δηλωτικού της παρουσίας του αναρχικού κινήματος.
Πολλά χρόνια πριν, ο Ιταλός αναρχικός Λουίτζι Φάμπρι είχε επισημάνει την
ανάπτυξη ενός μπουρζουάδικου ρεύματος μέσα στους κόλπους του αναρχικού
κινήματος, το οποίο έδινε περισσότερη σημασία στην αισθητική αξία που περιβάλλει
την εξέγερση ως μια ρομαντική χειρονομία ανυπακοής, παρά στην πραγματοποίηση
μιας συγκεκριμένης δράσης ως εφαλτήριο και ως ορθολογικό βήμα ενταγμένο σε μια
ευρύτερη στρατηγική κοινωνικής απελευθέρωσης
Το πρόβλημα, ωστόσο, που υπεισέρχεται εδώ και το οποίο καλείται να επιλύσει η σύγχρονη αναρχική σκέψη, είναι ότι η παρακμή του επίσημου συνδικαλισμού συντελέστηκε παράλληλα με την υποχώρηση του ίδιου του εργατικού κινήματος ως υπολογίσιμης δύναμης στο πεδίο της Κοινωνικής Πάλης. Αν το καθεστώς συνδιαχείρισης του συστήματος της οικονομίας της αγοράς (κεφάλαιο, κράτος, συνδικάτα), που είχε επιβληθεί κατά τη σοσιαλδημοκρατική φάση της νεωτερικότητας, όφειλε την ύπαρξη του στην γεωμετρική αύξηση της ισχύος των ενώσεων των εργαζόμενων, χάρη στις συνθήκες πλήρους απασχόλησης που είχαν επικρατήσει λίγο πριν την μετάβαση στο νεοφιλελεύθερο οικονομικό μοντέλο,[2] η διεξαγωγή διαπραγματεύσεων υπό τη «στοργική» αιγίδα του Κράτους για την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας και η συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζόμενων στα ΔΣ των εταιρειών, αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την αποπολιτικοποίηση των συνδικάτων και την ουσιαστική αποδυνάμωση τους από την σκοπιά της ταξικής ισχύος.
Η εργασία στις μέρες μας έχει αλλάξει. Τόσο η μορφολογία και η μεθοδολογία της, όσο και το περιεχόμενο της και ο ρόλος που επιτελεί μέσα στη διαδικασία της παραγωγής. Αν κατά το παρελθόν η εργασία αποτελούσε μέρος του καθημερινού αγώνα του ανθρώπου για επιβίωση, σήμερα δεν είναι παρά το απομεινάρι ενός σταδίου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας που έχει καταστήσει την ίδια τη συστηματική ενασχόληση του ανθρώπου με δραστηριότητες μόνο κατ’ όνομα «παραγωγικές» ένα παρεπόμενο της εξουσιαστικής οργάνωσης της ετερόνομης κοινωνίας. Και μιλάμε για τον επίπλαστο παραγωγικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων που εντάσσονται στην κατηγορία της μισθωτής εργασίας διότι, τουλάχιστο σε ότι αφορά τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του Κέντρου (ΑΚΧ), στο μεγαλύτερο μέρος τους οι δραστηριότητες αυτές δεν είναι κατ’ ουσία παραγωγικές, με την έννοια της διεκπεραίωσης ενός τμήματος της παραγωγής που υποβαστάζει και αναπαράγει τις υλικές συνθήκες διαβίωσης της ετερόνομης κοινωνίας, ούτε αφορούν μια ορθολογική διανομή των αγαθών αυτών, δηλαδή του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου, για να καλυφτούν οι ανάγκες που έχουν από κοινού όλα τα μέλη της κοινότητας. Αντίθετα, ο έμμεσος προσδιορισμός τους ως «παραγωγικές», έχει να κάνει με την τυπική ή άτυπη συμπερίληψη τους στον εξουσιαστικό θεσμό της μισθωτής συνθήκης, ο οποίος ωστόσο δεν αφορά μια κοινωνικά αναγκαία παραγωγική διαδικασία, αλλά σχετίζεται περισσότερο με τον αγώνα για επιβίωση στον οποίο είναι υποχρεωμένο να εμπλακεί σε καθημερινή βάση το προλεταριάτο. Κι ο αγώνας αυτός δεν προκύπτει επειδή υπάρχει ένα αντικειμενικό όριο της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων που υποχρεώνει την προλεταριακή υποτάξη να διεκδικήσει σπάνιους πόρους ενάντια σε ανταγωνιστικές κοινωνικές ομάδες (τι άλλο είναι άλλωστε η κοινωνική ιεραρχία από την αποκρυστάλλωση αυτών των ανταγωνισμών σε τυπικές και άτυπες σχέσεις ανισοκατανομής της δύναμης), αλλά αναπαράγεται εν τω μέσω μια γενικότερης αφθονίας και μέσα σε συνθήκες όπου είναι δυνατή η υπέρβαση των κοινωνικών ανταγωνισμών με όρους υλικής ανάγκης. Πράγματι, ενώ για να χτιστεί μόνο μία από τις πυραμίδες χρειάστηκε να περάσουν δεκαετίες, καθώς και να καταναλωθεί η συνδυασμένη εργατική δύναμη εκατό χιλιάδων σκλάβων – πολλοί από τους οποίους εξέπνευσαν στην πορεία για να εκπληρώσουν το «μεγαλόπνοο» όραμα των ηγεμόνων της Αιγύπτου – στις μέρες μας ένα παρόμοιο μεγαλιθικό μνημείο δεν θα χρειαζόταν παρά μερικούς μήνες για να ολοκληρωθεί, και χωρίς απαραίτητα να συνεπάγεται την μαζική ανθρωποθυσία του εργατικού δυναμικού που θα κληθεί να το φέρει σε πέρας.