Πρέπει να είμαστε ικανοί να αντικρίζουμε την ιστορία κριτικά, γιατί ο καλύτερος δάσκαλος που έχουν οι αναρχικοί είναι η ιστορία. Από αυτήν πρέπει να αντλήσουμε τις βάσεις και να εργαστούμε πάνω σε αυτές. Αλλά, πάνω απ’ όλα, πρέπει να διδαχτούμε από τα λάθη μας και να τα προσπεράσουμε, ώστε να μην τα ξανακάνουμε. Πρέπει να είμαστε περισσότερο αυτοκριτικοί, ακόμα, όσον αφορά την πρόσφατη ιστορία του κινήματός μας, των τελευταίων δέκα χρόνων, επειδή εδώ είναι που μπορούμε να δούμε τα περισσότερα εμπόδια που μας έχουν κάνει να μην προοδεύσουμε και μεγαλώσουμε γρηγορότερα. Πρέπει, επίσης, να μεταβάλουμε αυτή την αυτοκριτική σε έναν πιστό σύντροφο που μας βοηθά να διορθωνόμαστε πριν από κάθε λάθος και να καταλάβουμε ότι η αυτοκριτική δεν είναι ποτέ κάτι το κακό, ότι πάντα μπορεί να μας βοηθήσει να μεγαλώσουμε και να ωριμάσουμε.
Ως αναρχικοί, όταν συζητάμε για τις προοπτικές της αναρχικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα, αυτό που καθίσταται σαφές είναι η σύνδεση μεταξύ της στρατηγικής και της τακτικής: δηλαδή, αυτό που έχουμε θέσει ως στόχο μας, μια ελευθεριακή κοινωνία, και μέσω ποιων τρόπων μπορούμε να φθάσουμε σ’ αυτή. Μελετώντας τη θεμελιώδη απόρριψη εκ μέρους του παραδοσιακού αναρχισμού της τεχνητής διάκρισης μεταξύ «μέσων» και «σκοπού», φαίνεται αρκετά εκπληκτικό το πόσο συχνά αυτά τα δύο διαχωρίζονται, επίσης, στην αναρχική δραστηριότητα. Αυτό προκαλείται κυρίως λόγω έλλειψης στρατηγικού προγραμματισμού, αυτού που πρέπει να παίξει το ρόλο της γέφυρας που θα μας συνδέσει με το «απώτερο μέλλον» καθώς και με τα ζητήματα με τα οποία καταπιανόμαστε σε καθημερινή βάση. Οι πιθανότητες διαφωνίας και για τα δύο, δηλαδή και για τα καθημερινά ζητήματα και για το απώτερο μέλλον, είναι μικρές (αν και τίποτα δεν μπορεί να απορριφθεί στον «τρελό ζωολογικό κήπο» της Αναρχίας), αλλά όταν προκύπτουν μεγάλες διαφωνίες, είναι σαφώς οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, δεδομένου ότι αυτό είναι το σημείο εκκίνησης της επαναστατικής πορείας προς τον επίτευξη της νίκης σε βάρος της παλαιάς κοινωνίας και τη γέννηση της νέας. Είναι μόνο όταν έχουμε αποφασίσει ποιες θα είναι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές μας, όταν οι διάφοροι αγώνες πρέπει να μετατραπούν σε «επαναστατική πρακτική», καθώς αρχίζουν να υπηρετούν ένα στόχο, καθώς αναλαμβάνουμε την πολιτική πρωτοβουλία μέσω της οποίας το απώτερο μέλλον σταματά να αποτελεί ένα ουτοπιστικό όνειρο και αρχίζει να μετατρέπεται σε ένα επαναστατικό πρόγραμμα.
Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 2003 ως συνεισφορά στην όλη συζήτηση στη Χιλή σχετικά με τις τότε επερχόμενες τοπικές εκλογές και τον τρόπο με τον οποίο πολλοί σύντροφοι θελήσαμε να αφιερώσουμε το κύριο βάρος της δράσης και των μέσων που διαθέταμε (οικονομική κατάσταση και έμψυχο υλικό) στην αντιεκλογική προπαγάνδα. Επίσης, την ίδια περίοδο διεξήχθη μια συζήτηση καθώς αρχίζαμε να συμμετέχουμε στις εκλογές σε πανεπιστήμια, σχολεία, συνδικάτα και κοινοτικές οργανώσεις και μερικοί διακήρυξαν ότι οι αναρχικοί τάσσονται ενάντια στην ψηφοφορία οποιασδήποτε μορφής. Μερικά από τα ζητήματα που θίχτηκαν στη συζήτηση αυτή εμφανίζονται επανειλημμένως μπροστά μας και απεικονίζουν βαθύτερα πολιτικά ζητήματα.
Και ανάμεσα σε όλο αυτό το σορό υποψηφίων και συνθημάτων, υπάρχουν, φυσικά, πάντα και συνθήματα που καλούν σε αποχή από τις εκλογές: στο στρατόπεδο αυτό εντάσσεται σχεδόν όλη εκείνη η αριστερά που αυτοχαρακτηρίζεται επαναστατική. Έτσι, αρκετές ομάδες του φάσματος αυτού καλούν τον κόσμο να μην ψηφίσει, κυρίως λόγω της ανικανότητάς τους να κατεβάσουν τους υποψηφίους τους και όχι πραγματικά για οποιαδήποτε άλλα βαθύτερα πολιτικά ζητήματα. Η πρόσφατη εμπειρία του PODEMOS αποτελεί μια καλή απόδειξη γι’ αυτό, όταν μερικοί που κάποτε ήσαν πρωτοπόροι της αντιεκλογικής τακτικής μετατράπηκαν σε υποψηφίους ενός πολιτικού συνασπισμού που σχηματίστηκε τότε. Μερικοί άλλοι θα έχουν περισσότερους λόγους από τα καθαρώς διαδικαστικά ζητήματα. Και εκεί πάλι μπορούμε να βρούμε ένα ευρύ φάσμα λόγων του να μην ψηφίσουμε: από εκείνους που δεν θέλουν να παράσχουν οποιαδήποτε νομιμοποίηση στο Σύνταγμα που κατασκευάστηκε από το καθεστώς Pinochet μέχρι εκείνους που αντιτάσσονται σε οποιαδήποτε μορφή «εξουσίας».