Συνέντευξη του Μιχάλη Πρωτοψάλτη στο περιοδικό «Η Μαρμίτα», τεύχος 6, Ιανουάριος-Μάρτιος 2002 (μέρος 1ο)
Ο Μιχαήλ Πρωτοψάλτης (1958-2014) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπόυδασε Σκηνοθεσία στη σχολή Σταυράκου, Ηλεκτρονικά στα ΚΑΤΕΕ Αθήνας και Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Από πολύ νωρίς αναμείχθηκε ενεργά στο αναρχικό κίνημα της μεταπολίτευσης. Υπήρξε εκδότης των περιοδικών «Ο Κόκκορας που Λαλεί στο Σκοτάδι» και «Άνθη του Κακού» και συνεκδότης της εφημερίδας «Αλληλεγγύη». Για τη δράση του είχε επανειλημμένα συλληφθεί, διωχθεί και φυλακιστεί, ενώ είχε υποστεί 13(!) κατ’ οίκον έρευνες από την Ασφάλεια. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αναθεωρεί πολλά από τα θέσφατα του αναρχισμού και στα τέλη της ίδιας δεκαετίας πρωταγωνιστεί στην ίδρυση των «Οικολόγων-Εναλλακτικών». Εργάστηκε ως φυσικός ενώ παράλληλα διηύθυνε τις εκδόσεις «Βιβλιοπέλαγος».
Έχεις βιώσει όλη την ιστορία του αναρχικού κινήματος στη σύγχρονη Ελλάδα. Θα μπορούσες να ιχνογραφήσεις το ιστορικό ξεκίνημα αυτής της τάσης του επαναστατικού κινήματος;
Η εμφάνιση των πρώτων αναρχικών και αντιεξουσιαστών στα χρόνια της χούντας, στα τέλη του 1971, μοιάζει με παρθενογένεση και τούτο διότι η επικράτηση του μαρξισμού-λενινισμού στο ελληνικό κίνημα ήταν ολοκληρωτική. Αυτό ισχύει και για το μεσοπόλεμο και για το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και για τον Εμφύλιο, αλλά και μεταπολεμικά. Αναρχικοί με σημαντική δράση είχαν να εμφανιστούν στην Ελλάδα από την εποχή του αναρχοσυνδικαλιστή Κώστα Σπέρα, που πρωτοστάτησε στην απεργία των μεταλλωρύχων και στην κατάλυση των αρχών στη Σέριφο το 1916, και ο οποίος αργότερα μαζί με τον Σταύρο Κουχτσόγλου και τον Φανουράκη υποστήριξε στα δύο πρώτα συνέδρια της ΓΣΕΕ (1918 και 1920) την αυτονομία του εργατικού κινήματος όχι μόνο από τα αστικά κόμματα, αλλά και από τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά.
Από τότε μέχρι το 1971-72 το νήμα της ιστορικής συνέχειας του αναρχισμού ουσιαστικά κόβεται. Υπάρχουν μερικές αναφορές από ιστορικούς σε κάποιους αναρχικούς, λίγα ντοκουμέντα, πέντε έξι διανοούμενοι φιλικά προσκείμενοι στις ελευθεριακές ιδέες που μεταφράζουν και εκδίδουν κείμενα κυρίως του Κροπότκιν (όπως ο Ιωάννης Ζερβός, ο Ηρακλής Αποστολίδης, που έχει φτιάξει και την καλύτερη ποιητική ανθολογία, την οποία συνεχίζει ο γιος του Ρένος ή ο Αντώνης Πρωτοπάτσης από τη Μυτιλήνη), αλλά όλα αυτά είναι ήσσονος σημασίας.
Αυτή η ασυνέχεια, που δεν υπάρχει σε άλλη δυτικοευρωπαϊκή χώρα, αποτελεί το μειονέκτημα αλλά και το πλεονέκτημα ταυτόχρονα του ελληνικού αναρχισμού. Στα χρόνια της χούντας, σε συνθήκες παρανομίας, χωρίς πληροφόρηση και ρίζες στην ελληνική κοινωνία, δίχως ιστορική πείρα, αλλά ούτε πείρα ζωής, αφού οι μεγαλύτεροι δεν ξεπερνούν τα 25 χρόνια, θα γίνει -όπως το τραγουδούσε ο Νικόλας Άσιμος- «το μεγάλο άλμα για τη λευτεριά», ή -όπως το έλεγε ο Βανεγκέμ- «η αντιστροφή της προοπτικής»: οι πρώτοι αναρχικοί προσπαθούν να μετατρέψουν το μειονέκτημα σε πλεονέκτημα, την αδυναμία σε δύναμη («είμαστε οι πιο δυνατοί και οι πιο αδύναμοι της περιοχής», έγραφε το 1976 στο περιοδικό Panderma ο Λεωνίδας Χρηστάκης). Βασίζονται στο ένστικτο και στο βολονταρισμό τους, αυτοσχεδιάζουν, είναι αυθόρμητοι και εμπιστεύονται τον επαναστατικό αυθορμητισμό των άλλων εργαζομένων με το πάθος της Ρόζας Λούξεμπουργκ.
Μην έχοντας να αντιμετωπίσουν αγκυλώσεις από κάποιο πρόσφατο παρελθόν, οι πρώτοι αναρχικοί στην Ελλάδα επηρεάζονται περισσότερο από τα νέα επαναστατικά ρεύματα που προκύπτουν στην παγκόσμια έκρηξη της δεκαετίας του ’60 παρά από τον παραδοσιακό αναρχοσυνδικαλισμό και αναρχοκομμουνισμό. Τα κινήματα της πιο ελεύθερης και ελευθεριακής δεκαετίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα γίνονται τα σημεία αναφοράς: το αμερικανικό κίνημα, ο γαλλικός Μάης, το γερμανικό ’68 και, αργότερα, το ιταλικό κίνημα.
Τα θεωρητικά εφόδια, τα όπλα της κριτικής, δεν αντλούνται μόνο από τον Προυντόν, τον Μπακούνιν και τον Κροπότκιν, αλλά και από τους προδρόμους του ’68: τον Πάνεκουκ και τον εργατοσυμβουλιακό κομμουνισμό, από την Καταστασιακή Διεθνή, από την ομάδα «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα» και τον κορυφαίο θεωρητικό της Κορνήλιο Καστοριάδη. Ο Καστοριάδης που θα προσχωρήσει το 1942 σε μια τροτσκιστική ομάδα στην οποία γραμματέας είναι ο Σπύρος Πρίφτης, μια ιστορική μορφή του εργατικού και διεθνιστικού κινήματος πιο γνωστός με το Α. Στίνας, θα εντυπωσιαστεί από τον Στίνα θα αγωνιστεί μαζί του μέχρι να φύγει για τη Γαλλία. Το 1948 ο Καστοριάδης στη Γαλλία κι ένα χρόνο νωρίτερα ο Στίνας, ευρισκόμενοι πάντα σε στενή επαφή, θα εγκαταλείψουν τον τροτσκισμό. Στη δεκαετία του ’50 οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί: δάσκαλος είναι ο Καστοριάδης και μαθητής ο Στίνας. Αυτή η μαγική αλληλεπίδραση Στίνα-Καστοριάδη θα συνεχιστεί μέχρι τον θάνατό του Στίνα στις 6 Νοεμβρίου του 1987. Στο στεφάνι που έστειλε στην κηδεία του Στίνα, ο Καστοριάδης έγραφε κάτι επιβεβαιωτικό αυτής της αλληλεπίδρασης: «στον οιωνεί πατέρα μου».
Η συνέχεια σε pdf: Protopsaltis Politexneio 70 anarxikoi