Ο όρος “οργανωτικός δυϊσμός”, όπως χρησιμοποιείται στα αγγλικά, χρησιμεύει για να εξηγήσει την έννοια της οργάνωσης που προωθούμε, ή ό,τι έχει κλασικά αποκληθεί συζήτηση μεταξύ του “κόμματος και του μαζικού κινήματος”. Εν ολίγοις, η ειδική (especifista) παράδοσή μας έχει τις ρίζες της στον (Μιχαήλ) Μπακούνιν, τον (Ερρίκο) Μαλατέστα, την Dielo Truda (Εργατική Υπόθεση), την Federación Anarquista Uruguaya (FAU – Αναρχική Ομοσπονδία Ουρουγουάης) και άλλους αγωνιστές / οργανώσεις που έχουν υπερασπιστεί αυτή τη διάκριση μεταξύ των επιπέδων της οργάνωσης.
Αναρχική Ομοσπονδία Ρίο ντε Τζανέιρο – FARJ (Βραζιλία)
Δηλαδή, α) ένα ευρύ επίπεδο που ονομάζουμε “κοινωνικό επίπεδο”, το οποίο απαρτίζεται από τα λαϊκά κινήματα, και β) αυτό που εμείς αποκαλούμε “πολιτικό επίπεδο”, που αποτελείται από αναρχικούς αγωνιστές που βρίσκονται συσπειρωμένοι γύρω από μια καθορισμένη πολιτική και ιδεολογική βάση.
Το μοντέλο αυτό βασίζεται σε ορισμένες θέσεις: ότι τα λαϊκά κινήματα δεν γίνεται να περιοριστούν σε ένα καθορισμένο ιδεολογικό στρατόπεδο -και, από αυτή την άποψη, εμείς οι ίδιοι διαφοροποιούμαστε από τους αναρχοσυνδικαλιστές, για παράδειγμα- γιατί θα πρέπει να οργανωθούν γύρω από τις ανάγκες (γη, στέγη, θέσεις εργασίας, κ.λπ.), ομαδοποιώντας μεγάλα τμήματα του λαού. Αυτό είναι το κοινωνικό επίπεδο ή το μαζικό κίνημα, όπως έχει χαρακτηριστεί ιστορικά. Το μοντέλο αυτό περιέχει και υποστηρίζει, επίσης, ότι, για να εργαστούμε σε κινήματα, δεν είναι αρκετό να διαλυθούμε -είτε να εισέλθουμε- σε αυτά, ακόμη και αν αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας ως αναρχικούς. Είναι απαραίτητο το ότι θα πρέπει (τα κινήματα αυτά) να οργανωθούν, αποτελώντας μια σημαντική κοινωνική δύναμη που θα διευκολύνει την προώθηση του προγράμματός μας, αλλά και να οργανώσουν την άμυνά τους ενάντια στις επιθέσεις των αντιπάλων που έχουν άλλα προγράμματα.