Η καινοτομία αυτών των κινημάτων, σε σύγκριση με το παλαιότερο εργατικό, ήταν ότι γέννησαν μια πολύ πιο καθολική ιδέα της κοινωνικής αλλαγής συνδέοντας για πρώτη φορά τις μείζονες όψεις τής πολιτικής (ζητήματα πολιτειακής διαχείρισης και γεωπολιτικών επιλογών) με τις ελάσσονες (ζητήματα διαπροσωπικών σχέσεων και άτυπων μορφών εξουσίας σε μικρές συλλογικότητες). Στα τέλη τής δεκαετίας του ’70, καθώς το μοντέλο του καπιταλισμού άλλαζε άρδην οδηγώντας στην άβυσσο όλες τις επαναστατικές επιδιώξεις τής προηγούμενης δεκαετίας (και όχι μόνο στις μητροπόλεις αλλά επίσης στον υπόλοιπο, μόλις αποαποικιοποιημένο κόσμο), τα κινήματα αυτά ήταν σε ραγδαία υποχώρηση· στα τέλη τής δεκαετίας του ’80 ήταν αληθινά κουφάρια και μόνο ένα είδος φιλολογίας έμενε πίσω τους, αφομοιούμενη όλο και περισσότερο από τα πανεπιστημιακά γκέτο. Εκτός της ακαδημίας, η γλώσσα αυτή κατακάθιζε σε ένα είδος αντεστραμμένου πουριτανισμού τον οποίον αποκαλούμε, σχεδόν ευφημιστικά, πολιτική ορθότητα· και η έμπρακτη πολιτική του μετάφραση ήταν ένα είδος δικαιωματισμού που είχε ως βασικό μέλημα να εξασφαλίσει αναγνώριση και να κατοχυρώσει δικαιώματα εντός τής υπάρχουσας κοινωνίας, λίγο-πολύ στη μορφή μιας διευρυμένης επιτρεπτικότητας.
Δικαιωματισμός, η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων