Ο Σταύρος Κουχτσόγλου ήταν στην προ, κατά και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο εποχή, ο μόνος στην Ελλάδα ολοκληρωμένος και αυθεντικός αναρχικός.
Στους έλληνες εργάτες έγινε γνωστός από τη συμμετοχή του σαν αντιπρόσωπος των τσιγαράδων στο Α’ και Β’ Συνέδριο της ΓΣΕΕ, όταν από κοινού με τον Σπέρα και τον Φανουράκη προσπάθησαν να προφυλάξουν το συνδικαλιστικό κίνημα από τον κίνδυνο να εξαρτηθεί αυτό από το ΣΕΚΕ, του οποίου η εξέλιξη στο σημερινό αντεπαναστατικό γραφειοκρατικό συγκρότημα που φέρει τον τίτλο ΚΚΕ τους ήταν από τότε γνωστή. Αλλά ο Σταύρος Κουχτσόγλου έχει και μια άλλη ιστορία πού λίγοι την ξέρουν. Ήταν οργανωμένος αναρχικός και είχε δεσμούς και επαφές με αναρχικές οργανώσεις πολλών χωρών. Είχε γνωρίσει προσωπικά τον Μαλατέστα, όπως και άλλους αγωνιστές αναρχικούς. Είχε αναπτύξει πρακτική δραστηριότητα κυρίως στην Αίγυπτο και στην Τουρκία, και είχε πάρει ενεργό μέρος σε πολλές βίαιες απαλλοτριωτικές επιθέσεις εναντίον τραπεζών στην Αλεξάνδρεια και στην Πόλη.
Είχε μια σοβαρή θεωρητική μόρφωση και με πολλή ευχέρεια χρησιμοποιούσε στην γραφτή και προφορική προπαγάνδα του αποσπάσματα από έργα του Κροπότκιν, Μπακούνιν, Ρεκλούς, Μαλατέστα και άλλων αναρχικών συγγραφέων. Εκτός από το «Κάτω η Μάσκα» που δημοσιεύεται εδώ είχε γράψει και μια κριτική στον Μπουχάριν και μια μελέτη πραγματικά προφητική για το μέλλον της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Επίσης είχε γράψει και επαναστατικά ποιήματα.
Ο πιο στενός φίλος του στην Ελλάδα ήταν παρά τη διαφορά της ηλικίας ο Ανδρέας Κεραμόπουλος, μέλος της ομάδας «Εργατικό Μέτωπο» πριν κατά και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή. Είχε πολλά κοινά χαρακτηριστικά και στις ιδέες και στην πρακτική δράση και στην τόλμη με τον Κουχτσόγλου. Αυτός ήταν και δικός μου στενός φίλος και συμμαχητής και απ’ αυτόν γνώρισα για λίγο στα γεράματα του τον Σταύρο και έμαθα για την ζωή και την δράση του.
Σ’ αυτόν ο Κουχτσόγλου εμπιστεύτηκε, όταν μπήκε στο Γηροκομείο την πολύ πλούσια βιβλιοθήκη του και πολλά χειρόγραφα. Ο Ανδρέας επειδή συμμετείχε ενεργά στο κίνημα και αντιμετώπιζε τον κίνδυνο της σύλληψης και της έρευνας στο σπίτι του έδωσε στον αδελφό του Θανάση να φυλάξει τη βιβλιοθήκη. Ο Θανάσης πέθανε στην κατοχή και η βιβλιοθήκη που έπρεπε να την έχει η γυναίκα του, μια ελβετίδα ή γαλλίδα χάθηκε μαζί μ’ αυτήν.
Ο Σταύρος Κουχτσόγλου πέθανε στο Γηροκομείο. Τον θάνατο τον αντιμετώπισε ψύχραιμος και άφοβος σαν επαναστάτης και άθεος. Στον παπά που παρά τις διαμαρτυρίες του επέμενε φορτικά να τον μεταλάβει, στο τέλος του λέει: «παπά μου, φύγε, γιατί θα φτύσω μέσα». Αυτές ήταν και οι τελευταίες του λέξεις. (εισαγωγή Α. Στίνα από το Περιοδικό Πεζοδρόμιο, Τεύχος 13. Εκδόσεις “Διεθνής Βιβλιοθήκη” 1984)