Στο χωριό που γεννήθηκα υπάρχει ένα μνημείο σε μια πλατεία το οποίο αναγέρθηκε από τα συνδικάτα, όπου 15 αναρχικοί εκτελέστηκαν ως κοινοί εγκληματίες, επειδή συμμετείχαν σε μια συνωμοσία εναντίον της αυτοκράτειρας κατά τις τελευταίες της μέρες που πέρασαν μέσα σε κλίμα τρομοκρατίας. Θάφτηκαν σε έναν κοινό τάφο που μεταβλήθηκε σε χώρο τιμής από την πλευρά των κοινών ανθρώπων, οι οποίοι το διατηρούν με προσοχή. Οι Πρωτομαγιάτικες πορείες μας κατέληγαν σ’ αυτό το σημείο, όπου τραγουδούσαμε “Αυτούς που πολέμησαν ενάντια στην αδικία, θα τους τιμήσει η νίκη μας!”
Είχα εξοριστεί από το χωριό μου από την αστυνομία και στη συνέχεια έπρεπε να αλλάξω την ταυτότητά μου και δεν μπορούσα να επιστρέψω εκεί. Επέστρεψα μετά από απουσία τριάντα πέντε χρόνων, σε μια επίσκεψη. Επειδή ήταν 1η Μάη, το πρώτο μέρος που επισκέφθηκα ήταν η “πλατεία” μας – τόσο για συναισθηματικούς λόγους όσο και επειδή ήξερα ότι αν κάποιος από τους παλιούς μας φίλους ζούσε θα ήταν εκεί. Μερικοί ηλικιωμένοι εξακολουθούν να βάζουν λουλούδια στο μνημείο. Αλλά από όλους τους φίλους μας, συνάντησα μόνο μία ηλικιωμένη κυρία, που ήταν κάποτε το όμορφο εκείνο κορίτσι που εξέδιδε την «Αναρχική εφημερίδα του Βορρά» (1910 – 1930). Παρ ‘ όλες τις έγνοιες της και το γεγονός του γάμου της με ένα άτομο που δεν συμμεριζόταν τα ιδεώδη της ή το θάρρος της, ήταν ακόμα μαζί μας, αλλά μου είπε: “Όλοι οι σύντροφοι είναι νεκροί”. Αυτά είναι λόγια που κάποιος ακούει συχνά στη Βόρεια Κίνα, από τα χείλη των ηλικιωμένων. Εκεί, στην εν λόγω πόλη, όπου μία φορά χιλιάδες νέοι διαδήλωσαν πίσω από τα πανό μας, μόνο δύο ή τρεις ηλικιωμένοι απέμειναν για να καταθέσουν τις μαρτυρίες τους για το παρελθόν μας. Συναντιόνταν κατά καιρούς και ο ένας παρακινούσε τον άλλον να μιλήσει όπως στα παλιά κουτσομπολιά… Ή συναντιόνταν ιδιωτικά σε απογεύματα τσαγιού όπου μιλούσαν για τις παλιές μέρες. Η Κόκκινη Κίνα τους έχει ξεπεράσει.