Οι συλλογικές μορφές των σύγχρονων πολιτικών κινητοποιήσεων, είτε πρόκειται για αστεακές εξεγέρσεις είτε για συνδικαλιστικούς αγώνες, είτε είναι ειρηνικές είτε είναι βίαιες, διαπερνώνται από την ίδια προβληματική: την άρνηση της αντιπροσώπευσης, τον πειραματισμό και την επινόηση μορφών οργάνωσης και έκφρασης που έρχονται σε ρήξη με την παραδοσιακή πολιτική η οποία θεμελιώθηκε στην ανάθεση της εξουσίας και της αντιπροσώπευσης είτε του λαού είτε των τάξεων. Η άρνηση ανάθεσης της αντιπροσώπευσης είτε αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στα κόμματα και τα συνδικάτα είτε αυτού που μπορεί να θεωρηθεί ότι ανήκει στο κράτος, έλκει την καταγωγή της από τη νέα αντίληψη σχετικά με την πολιτική δράση, που προέρχεται από την «επανάσταση» του ’68.
Οι κινητοποιήσεις που εμφανίζονται λίγο πολύ παντού στον κόσμο, επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι στο εσωτερικό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας «δεν υπάρχουν πιθανές εναλλακτικές λύσεις».
Η άρνηση, η ανυπακοή που συναντάμε σε αυτούς τους αγώνες, αναζητούν και εκφράζουν νέες πολιτικές δράσεις στο εσωτερικό της κρίσης. Αλλά ποια είναι αυτή η κρίση και ποιοι τύποι πολιτικής οργάνωσης εμφανίζονται στην κρίση;
Σ’ ένα σεμινάριο του 1984, ο Φελίξ Γκουαταρί ισχυρίστηκε ότι η κρίση που διαπερνά από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 τη Δύση, πριν ακόμη είναι κρίση οικονομική, πριν ακόμη είναι κρίση πολιτική, είναι μια κρίση παραγωγής της υποκειμενικότητας. Τι θέλει να πει αυτός ο ισχυρισμός;
Αν ο καπιταλισμός «προτείνει μοντέλα (της υποκειμενικότητας) όπως η αυτοκινητοβιομηχανία προτείνει νέα μοντέλα αυτοκινήτων» τότε, το πιο υψηλό διακύβευμα της καπιταλιστικής πολιτικής έγκειται στη συνάρθρωση των οικονομικών, τεχνολογικών και κοινωνικών ροών με την παραγωγή της υποκειμενικότητας, έτσι ώστε η πολιτική οικονομία να μην είναι τίποτ’ άλλο από «υποκειμενική οικονομία». Αυτή η υπόθεση εργασίας αξίζει να επανέλθει στο προσκήνιο και να συσχετιστεί με τις σημερινές συνθήκες, ξεκινώντας από μια διαπίστωση: ο νεοφιλελευθερισμός απέτυχε να συναρθρώσει αυτή τη σχέση.
Η γενίκευση της επιχειρηματικής υποκειμενοποίησης, που εκφράζεται στη θέληση να μεταμορφωθεί κάθε άτομο σε επιχείρηση, αποκαλύπτει μερικά παράδοξα. Η υποκειμενική αυτονομία, η δραστηριοποίηση, η υποκειμενική ενασχόληση, συνιστούν νέες μορφές απασχόλησης και συνεπώς, μιλώντας κυριολεκτικά, μια ετερονομία.
Από την άλλη πλευρά, η ρητή εντολή για δράση, με την ανάληψη πρωτοβουλιών και βάσει μιας ατομικής διακινδύνευσης, οδηγούν στην κατάθλιψη, αρρώστια του αιώνα, έκφραση της άρνησης αποδοχής της αναγνώρισης της πτώχευσης της ύπαρξης στην οποία οδηγεί η ατομική «επιτυχία» του επιχειρηματικού μοντέλου.
Καθώς μπαίνουμε στην κρίση, που προκαλείται από τις επαναλαμβανόμενες «χρηματιστικές» καταστροφές, ο καπιταλισμός εγκαταλείπει τη ρητορική του περί μιας κοινωνίας της γνώσης ή της πληροφορίας, όπως και τις φανφαρόνικες υποκειμενοποιήσεις του (γνωσιακοί εργαζόμενοι, χειριστές των συμβόλων, δημιουργοί νικητές και ηττημένοι). Εφόσον οι υποσχέσεις περί γενικού πλουτισμού, μέσω της πίστης και του χρηματιστηρίου, κατέρρευσαν, δεν μένει τίποτ’ άλλο από μια πολιτική διαφύλαξης των πιστωτών, των ιδιοκτητών των «κεφαλαιακών» τίτλων.
Για να επιβεβαιωθεί η κεντρικότητα της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, η συνάρθρωση μεταξύ «παραγωγής» και «παραγωγής της υποκειμενικότητας» δημιουργείται ξεκινώντας από το χρέος και τον χρεωμένο άνθρωπο. Στην οικονομία του χρέους, το κεφάλαιο δρα πάντοτε σαν σημείο της υποκειμενοποίησης, αλλά όχι απλώς για να συγκροτήσει τους μεν σαν καπιταλιστές και τους άλλους σαν εργαζόμενους, αλλά επίσης και, προπάντων, για να τους ταυτοποιήσει σαν «πιστωτές» και σαν «χρεώστες». Η οικονομική χρεοκοπία και η χρεοκοπία στην παραγωγή των υποκειμενικών μορφών του ιδιοκτήτη, του μετόχου, του επιχειρηματία, συμβαδίζουν. Αυτές οι χρεοκοπίες έλκουν την καταγωγή τους από τη διπλή άρνηση των νεοφιλελεύθερων υποκειμενικών μορφών: άρνηση του γίγνεσθαι «ανθρώπινο κεφάλαιο» και, στην κρίση, άρνηση του γίγνεσθαι «χρεωμένος άνθρωπος».