Οι Έλληνες είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, στη σημερινή Ουκρανία και την Κριμαία, απ’ τον 5ο π.Χ. αιώνα τουλάχιστον. Την περίοδο της Επανάστασης του 1917, υπήρχαν γύρω στους 180.000 απ’ τους προαναφερθέντες Ποντίους Έλληνες στη συγκεκριμένη περιοχή. Όταν οι Αυστριακοί-Γερμανοί στρατιωτικοί υποστηρικτές της μαριονέτας του Αταμάνου Σκοροπάντσκυ αποσύρθηκαν απ’ την Ουκρανία το 1918, οι Λευκοί του Ντενίκιν προσπάθησαν να επιστρατεύσουν αναγκαστικά τον Ελληνικό πληθυσμό της περιοχής της Μαριούπολης, μ’ αποτέλεσμα να συναντήσουν την ένοπλη αντίσταση των τελευταίων. Οι Έλληνες αντιστάθηκαν στην επίταξη της τροφής κι άλλων εφοδίων απ’ την πλευρά των Ντενικιστών, σοκαρισμένοι απ’ τους βιασμούς των ντόπιων Ελληνίδων και την αυταρχική στάση των Λευκών. Αρχικά, δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν στη διαμάχη, αναγκάστηκαν όμως να οργανώσουν μονάδες αυτοάμυνας την άνοιξη του 1919.
Ο Ισαάκ Τέπερ, αλλιώς Ηλία Γκορντέεβ, ήταν μέλος της Αναρχικής Συνομοσπονδίας Nabat και πολέμησε με τους Μαχνοβίτες. Είχε εκδώσει την εφημερίδα Golos Makhnovtsa (Φωνή των Μαχνοβιτών) στο Χάρκοβο. Αιχμαλωτίστηκε απ’ τους Κόκκινους και στρατολογήθηκε στην Τσε-Κα, διενεργώντας κατόπιν τούτου κατασκοπευτικές δραστηριότητες για λογαριασμό της στις γραμμές των Μαχνοβιτών. Το 1924 στο Χάρκοβο, έγραψε ένα λιβελογράφημα πάνω στο Μαχνοβιτικό κίνημα – το πιθανότερο, υπό την επίβλεψη κάποιου ανώτερου στελέχους της Τσε-Κα (επιδεικνύοντας τουλάχιστον τη στοιχειώδη εντιμότητα να δηλώσει ότι ο Μάχνο δεν υπήρξε αντισημίτης ή εθνικιστής). Το πόνημα του Αλεξέι Τολστόι (να μη συγχέεται με το μεγάλο Λέοντα, μιας που ο πρώτος ήταν βετεράνος υποστηρικτής του Τσαρισμού μέχρι να καταλήξει δουλοπρεπής θιασώτης του Στάλιν) που συκοφαντεί το Μάχνο, βασίζεται στη μπροσούρα του Τέπερ. Ο Τέπερ ισχυρίζεται ότι το Μαχνοβιτικό κίνημα προέρχεται απ’ τους Έλληνες της Μαύρης Θάλασσας. Παρότι φαίνεται υπερβολικό, είναι αλήθεια πως το ένα πέμπτο των Μαχνοβιτικών δυνάμεων αποτελούνταν από Έλληνες κι ότι σύμφωνα με τον Αρσίνοβ ορισμένοι απ’ τους καλύτερους Μαχνοβίτες διοικητές ήταν επίσης Έλληνες. Οι Ελληνικές μονάδες ξεχώριζαν για την ισχυρή αυτοπειθαρχία, την οργάνωση και την αντοχή τους. Ένας απ’ τους Έλληνες Μαχνοβίτες, ο διοικητής Παπαδόπουλος, έγινε διάσημος λόγω ενός Μαχνοβίτικου τραγουδιού κι ήταν ξακουστός ανάμεσα στους Έλληνες Πόντιους για δεκαετίες.
Ο Μπολσεβίκος κι αναρχικός αποστάτης Ντυμπέτς αναφερόταν ευνοϊκά στις Ελληνικές μονάδες σημειώνοντας ότι ήταν οι πιο σταθερές κι αξιόπιστες των Μαχνοβιτών, ότι ο Μάχνο έτρεφε μεγάλο σεβασμό στο κουράγιο και τη μαχητική τους ικανότητα κι ότι μάχονταν συχνά στις πιο επικίνδυνες περιοχές. Ο Λεβ Γιάρουτσκυ στο βιβλίο του για τη Μαριούπολη (1993) αναφέρει ότι οι Έλληνες της συγκεκριμένης περιοχής ήταν οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του Μάχνο.
Την άνοιξη του 1919, οι Έλληνες οργάνωσαν αντάρτικες ομάδες σε διάφορα χωριά της περιοχής της Μαριούπολης εναντίον του Ντενίκιν. Αυτές οι μονάδες διέθεταν διοικητές όπως ο Βλαντιμίρ Φεοφάνοβιτς Ταχταμίσεβ κι ο Τσουμπάρεβ (το “Ταχταμίσεβ” αποτελεί την εκρωσσισμένη εκδοχή – που χρησιμοποιούνταν μόνο στα επίσημα ντοκουμέντα – του Ταταρικού ονόματος “Τοχταμίς” που είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί). Η κατάληψη της Μαριούπολης στις 29 Μάρτη εκείνης της χρονιάς, που προηγουμένως κατείχαν οι Γαλλικές και Ντενικινικές δυνάμεις, οφειλόταν εν μέρει στο 9ο (Ελληνικό) σύνταγμα, του οποίου ηγούνταν ο Ταχταμίσεβ, στο πλάι του 8ου Μαχνοβιτικού συντάγματος του Κυριλένκο. Ο Ταχταμίσεβ βραβεύτηκε για την ενέργειά του με το Μετάλλιο του Ερυθρού Λαβάρου απ’ τους Μπολσεβίκους, το οποίο του απένειμε ο ναύτης της Κρονστάνδης και Μπολσεβίκος Πάβελ Ντυμπένκο τον Απρίλη. Ο Ιβάν Τσουμπάρεβ στο έργο του “Το Αντάρτικο Κίνημα στην Μαριούπολη – 1918-1919” αναφέρει ότι ο Ταχταμίσεβ επιχειρούσε στο Στάρυ Κέρμεντσουκ, το Νόβυ Πετρίβκοβκα, το Νόβυ Καρατά και το Γιανισόλ, ενώ κοντά στο Μάλι Γιανισόλ, το Τσερντακλύ, την Κελλέροβκα και τη Μακεντόνιβκα έδρασαν τ’ αποσπάσματα των Σπρούτσκο, Τσολόλο και Μποχαντύτσι.
Ο Μάχνο στ’ “Απομνημονεύματά” του θυμάται ότι σχεδίασε μια επιδρομή στη νοτιοανατολική περιοχή των Μπερντιάνσκ-Μαριούπολης και Γιουζόβκα, προκειμένου να παρακινήσει σ’ εξέγερση τον πληθυσμό. Μετά τη μάχη που διεξήχθη στο Μπολσόι Μιχαήλοβκα, όπου οι επαναστάτες αποφάσισαν ν’ ανακηρύξουν το Μάχνο ηγέτη τους, [οι Μαχνοβίτες] εισήλθαν στο Ελληνικό χωριό Κομάρ απωθώντας μια μονάδα της Ουκρανικής Εθνικής Φρουράς. Κατόπιν τούτου, ο Μάχνο κι ένας ακόμα αναρχικός απ’ το Γκιουλάι-Πολέ, ο Αλεξέι Μαρτσένκο, που δούλευε ως μηχανοδηγός στα τρένα, απευθύνθηκαν στον τοπικό πληθυσμό εκφωνώντας επαναστατικούς λόγους. Πολλοί ντόπιοι Έλληνες προσχώρησαν αμέσως στις Μαχνοβιτικές δυνάμεις με τα δικά τους άλογα. Έπειτα ο Μάχνο προχώρησε μέχρι το Μπογκατίρ, το χωριό που κατοικούνταν από Έλληνες Ουρούμ (που μιλούσαν μια Ελληνο-Ταταρική διάλεκτο), καθώς και στα χωριά Βελίκι Γιανισόλ και Μάλι Γιανισόλ, που ήταν επίσης Ελληνικά. Έτσι, οι Έλληνες της Μαριούπολης ήταν οι πρώτοι που ανταποκρίθηκαν θετικά στο κάλεσμα του Νέστορ Μάχνο.
1500 Έλληνες Πόντιοι οργανώθηκαν αρχικά σε μάχιμες μονάδες. Ένα Ελληνικό Μαχνοβιτικό σύνταγμα πολέμησε στο πλάι ενός αντίστοιχου Εβραϊκού σε μια μάχη ενάντια στους Λευκούς τον Ιούνη του 1919. Η περιοχή της Μαριούπολης αποτελούσε ασφαλή τόπο για τους Μαχνοβίτες. Ήταν στο χωριό του Βελίκι Γιανισόλ που κατέφυγε ο Μαχνοβίτης διοικητής Λάσκεβιτς, όταν κατόρθωσε να διαφύγει απ’ το περικυκλωμένο απ’ τους Μπολσεβίκους Γκιουλάι-Πολέ, με το Μαχνοβιτικό ταμείο που περιείχε χιλιάδες ρούβλια. Εκεί του έδωσε άσυλο ένας Έλληνας γέροντας. Δυστυχώς, το μεγάλο χρηματικό ποσό τον δελέασε τόσο ώστε άρχισε να το ξοδεύει αφειδώς. Τούτο, όχι μονάχα αποξένωσε τον τοπικό πληθυσμό αλλά επέφερε και την οργή των Μαχνοβιτών. Εκτελέστηκε για την κατάχρηση στην κεντρική πλατεία του χωριού το καλοκαίρι του 1920.
Στην τελική φάση του Μαχνοβιτικού κινήματος, συγκαλέστηκε μια ακόμα συγκέντρωση στο Κομάρ στις 24 Φλεβάρη του 1920. Δυστυχώς, οι ντόπιοι ήταν φοβισμένοι στη σκέψη της Μπολσεβικικής καταστολής και δεν υπήρξε από μέρους τους μεγάλη διάθεση για προσχώρηση στους μαχητές. Το Μάρτη, ένα Μπολσεβικικό τιμωρητικό απόσπασμα έφτασε στην περιοχή κι εκτέλεσε 7 ανθρώπους στο Κομάρ, 10 στο Μπογκατίρ και 12 στην Κωνσταντίνοβκα. Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν επιπλέον αντίποινα. Εκατοντάδες Έλληνες Πόντιοι είχαν δολοφονηθεί απ’ τις δυνάμεις του Ντενίκιν κι ακολούθησαν οι Μπολσεβίκοι. Κατά την περίοδο του Στάλιν, οι ντόπιοι Έλληνες υπέστησαν κι άλλες σφαγές κι εκτοπίσεις απ’ την περιοχή.
Ο Τοχταμίς-Ταχταμίσεβ, ντόπιος απ’ το Βελίκι Γιανισόλ, έτρεφε ανέκαθεν, όπως φάνηκε, κάποια συμπάθεια για τους Μπολσεβίκους. Έγινε αρχικά γνωστός όταν οργάνωσε πρώτος μια μικρή μονάδα στο χωριό του. Αργότερα πέρασε στους Μπολσεβίκους και κατόπιν συμμετείχε στη δημιουργία μιας κονσερβοποιίας ψαριών στη Μαριούπολη, της οποίας έγινε ο πρώτος διευθυντής. Πέθανε το 1935 εξαιτίας εγγενούς νοσήματος.
Στους γνωστούς Έλληνες Μαχνοβίτες περιλαμβάνονται οι αδερφοί Μαυρουδή απ’ το Ελληνικό χωριό Κέρμεντσουκ. Αναφέρονται απ’ τον Μπιελάς στην κατάθεσή του στην Τσε-Κα. Ο ένας τους υπήρξε διοικητής ενός Μαχνοβιτικού τάγματος. Σύμφωνα με τον Μπιελάς, μετά τη διάλυση του Μαχνοβιτικού κινήματος, προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα κι εργάστηκε στην περιοχή του Βολνοβάσκυι. Ο νεότερος αδερφός του παρέμεινε αναρχικός σύμφωνα με τον Μπιελάς κι αποστρεφόταν τη Νέα Οικονομική Πολιτική – ΝΕΠ των Μπολσεβίκων που θεωρούσε ότι έκανε τους πλούσιους χωρικούς πλουσιότερους και τους φτωχούς φτωχότερους. Ενεπλάκη στον εκπαιδευτικό-πολιτιστικό τομέα των Μαχνοβιτών, προπαγανδίζοντας την ίδρυση αναρχικών κομμούνων. Είχε επίγνωση, και πάλι σύμφωνα με τον Μπιελάς, της ανάγκης για τη διεξαγωγή της αναρχικής προπαγάνδας ανάμεσα στον Ελληνικό πληθυσμό αλλά δεν επιθυμούσε να στοχοποιηθεί απ’ την καταστολή, παρόλο που είχε εμπλακεί διακριτικά στην οργάνωση κομμούνων με την έγκριση των τοπικών αρχών. Στάθηκε προφανώς σε θέση να οργανώσει τέτοιες κοινότητες στο Βελίκι Γιανισόλ, το Στάρυ Κέρμεντσουκ, το Νόβυ Κέρμεντσουκ και την Κωνσταντίνοβκα. Ο Μαυρουδής (δεν είναι ξεκάθαρο ποιος απ’ τους δύο αδερφούς) ήταν ο γραμματέας του Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου του Μαχνοβιτικού κινήματος που συνήλθε στις 10 Απρίλη του 1919, μαζί με τον Εβραίο αναρχικό Κογκάν (τονίζοντας τον αδιαπραγμάτευτο διεθνισμό των Μαχνοβιτών).
Ένας επιπλέον βασικός παράγοντας της προσέλκυσης των Ελλήνων απ’ τους Μαχνοβίτες αποτέλεσαν οι διακηρύξεις των τελευταίων πάνω στα δικαιώματα των διαφόρων εθνικών μειονοτήτων σχετικά με τη γλώσσα, τα έθιμα, την ενδυμασία και την κουλτούρα τους, την ίδια στιγμή που αποκήρυσσαν αυστηρά τον εθνικισμό υιοθετώντας ρητά διεθνιστική στάση. Η ικανότητα των Μαχνοβιτών να προσελκύσουν τμήματα αυτών των εθνικών μειονοτήτων (με την εξαίρεση ελαχίστων περιπτώσεων όσον αφορά τους Γερμανόφωνους) τους πιστώνεται για πάντα.