Μέσα σε μια μητρόπολη η οποία απλώνεται μέρα με τη μέρα κι όπου οι αποστάσεις αυξάνουν, το να μπορείς να μετακινηθείς δεν αποτελεί κάποιου είδους πολυτέλεια. Το να πηγαίνεις στη δουλειά σου, στην αγορά, να συναντήσεις ένα φίλο-η, στο νοσοκομείο, σε μια γιορτή και όπου αλλού πάμε λιγότερο ή περισσότερο συχνά αποτελεί μια κοινωνική μας ανάγκη.
Τη στιγμή μάλιστα που οι άνθρωποι οι οποίοι χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς είναι κατά κύριο λόγο χαμηλόμισθοι, άνεργοι, συνταξιούχοι. Άνθρωποι οι οποίοι πολλές φορές δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να πληρώσουν ούτε ένα ευρώ. Όμως ακόμα και να είχαν ή είχαμε αυτή τη δυνατότητα δεν είναι δυνατόν να πληρώνουμε για να καλύπτουμε κοινωνικές ανάγκες όπως το νερό, οι μετακινήσεις, η επικοινωνία, η υγεία, ο αέρας. Πόσο μάλλον όταν αυτά τα αγαθά τα έχουμε πληρώσει δεκάδες φορές μέσω των φόρων και των κρατήσεων οι οποίες είναι και δυσανάλογες των μισθών μας. Όμως παρ’ όλα τα ποσά τα οποία καταβάλλουμε καθημερινά σε κράτος και ιδιώτες για την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών τα αντίτιμα συνεχώς αυξάνονται. Το εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, τα τιμολόγια της ΔΕΗ, της ΕΥΔΑΠ, τα δημοτικά τέλη συνεχίζουν να αυξάνονται (και μαζί με αυτά και οι φόροι) με σκοπό την διατήρηση και αύξηση των κερδών αυτών που διαχειρίζονται αυτές τις επιχειρήσεις, δηλαδή του κράτους και των διάφορων μεγαλοεργολάβων. Απέναντι σε αυτούς τους σχεδιασμούς, των οποίων η εφαρμογή βασίζεται στη λεηλασία της κοινωνίας βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να υψώνεται ένα τείχος το οποίο γράφει «αρνούμαι να πληρώσω». Μια πληθώρα κόσμου με διαφορετικές αντιλήψεις και αφετηρίες είτε συλλογικά είτε ατομικά προτάσσει όλο και περισσότερο την άρνηση πληρωμής σε διάφορες στιγμές της καθημερινότητας. Αρνείται να πληρώσει τα διόδια στις εθνικές οδούς, το εισιτήριο στα μέσα μαζικής μεταφοράς, εξετάσεις στα νοσοκομεία, τους λογαριασμούς. Αν και στο παρελθόν υπήρξαν τέτοιες κινήσεις σήμερα βλέπουμε να πληθαίνουν, να μαζικοποιούνται και να ξεπερνούν τα στενά όρια του δεν πληρώνω απλώς τις αυξήσεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς είναι υπέρογκες και παράλογες. Οι κινήσεις αυτές προσπαθούν να θέσουν την λογική της άρνησης πληρωμής όχι σαν μια αποσπασματική απάντηση σε ένα συγκεκριμένο πρόβλημα αλλά ως μέρος μιας συνολικής αντίληψης η οποία προτάσσεται απέναντι στην ολοκληρωτική επίθεση που δεχόμαστε από το κράτος και τα αφεντικά με όχημα την κρίση και μπορεί να περιλαμβάνει την άρνηση πληρωμών, την πολιτική ανυπακοή καθώς και κάθε αυτοοργανωμένη πρωτοβουλία διαχείρισης κοινωνικών αναγκών (τέτοια παραδείγματα είναι τα κοινωνικά ιατρεία, οι συλλογικές κουζίνες, το rideshare, οι καταλήψεις στέγης και ούτω καθ’ εξής).