Κάτι περισσότερο από τρία χρόνια από την ένταξη της χώρας στις μνημονιακές πολιτικές, σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης και με ένα ατέλειωτο σερί από εφαρμογές εξαιρέσεων. Μαζί με την αγριότητα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών εκπαιδευόμαστε να ζούμε με πράξεις καθημερινής βαρβαρότητας – φασιστικές, δολοφονικές επιθέσεις σε μετανάστες, στρατόπεδα συγκέντρωσης έμψυχων αχρήστων, καταστολή, αστυνομικοί στρατοί κατοχής των πόλεων, εξαθλίωση, δυστυχία.
Και με ένα λεξιλόγιο που διεκδικεί να πνίξει ό,τι αντιτίθεται στις κυρίαρχες επιλογές, που επιβάλλει τον ασφυκτικό μονόλογο της γλώσσας της καθεστωτικής βίας. Καθεστώς έκτακτης ανάγκης και κοινωνικός εκφασισμός Είναι αδύνατο να μιλήσουμε για τη διαδικασία κοινωνικού εκφασισμού που συντελείται χωρίς να αναφερθούμε στο τι σημαίνει καθεστώς έκτακτης ανάγκης και συνθήκη εξαίρεσης. Η μόνιμη και σταθερή «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» ενεργοποιήθηκε ευθύς εξαρχής με την ένταξη της χώρας στις μνημονιακές νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ώστε η εξουσία να λάβει οικονομικά μερικές θέσεις μάχης για τον κοινωνικό εκφασισμό,τους φασίστες και τον αγώνα ενάντιά τους αναρχικοί-ες, αντιεξουσιαστες-τριες, αντιφασίστες-τριες από άγιους ανάργυρους, ίλιον, καματερό και κατασταλτικά μέτρα, με στόχο την πλήρη εκπειθάρχηση και τον ακαριαίο και αιφνιδιαστικό εξανδραποδισμό μεγάλων κοινωνικών κομματιών. Σύμφωνα με τα νομικά λεξιλόγια, «κατάσταση εξαίρεσης» ορίζεται το δικαίωμα της εξουσίας να αποφασίζει την αναστολή της κανονικότητας που εγγυώνται οι νόμοι και το σύνταγμα μπροστά στον εκάστοτε κίνδυνο πολέμου, επανάστασης, τρομοκρατίας ή οικονομικής κατάρρευσης. Στην περίοδο που διανύουμε η εξαίρεση έχει γίνει πρότυπο άσκησης της εξουσίας. Ο Καρλ Σμιτ, νομικός των ναζί, τη δεκαετία του ’20 ανέφερε ότι: «Κυρίαρχος είναι όποιος αποφασίζει για την επιβολή της κατάστασης εξαίρεσης και εγγυάται τη σύνδεσή της με την έννομη τάξη». Το νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο δομήθηκαν τα κοινωνικά συμβόλαια, αναστέλλεται αλλά η αναστολή αυτή εμφανίζεται όχι ως απόκλιση από το «δίκαιο» αλλά ως ο πλέον συνεπής και ενδεδειγμένος τρόπος εφαρμογής του. Με τη συνθήκη αυτή, η εξουσία δεν καταφέρνει αναδιαρθρώσεις μόνο σε πολιτικό, οικονομικό και κατασταλτικό επίπεδο, αλλά προχωράει ένα βήμα πιο πέρα: επανακαθορίζει το «κοινωνικό», τον κοινωνικά αποδεκτό αξιακό κώδικα στη βάση της τάξης και του νόμου, ενισχύοντας την εθνο-πατριωτική ρητορεία, το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Έτσι, αναδιευθετούνται οι κοινωνικές σχέσεις και εισάγονται προς εμπέδωση λογικές αξιοβίωτης και μη ζωής. Γιατί η δικτατορία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεν αφορά μόνο στην καπιταλιστική οικονομία της αγοράς αλλά και στην εισαγωγή των νόμων της αγοράς εντός του «κοινωνικού». Υπό αυτό το πρίσμα, η ζωή διεξάγεται με τους δαρβινικούς όρους της «φυσικής επιλογής»: όσοι/ες δεν τα βγάζουν πέρα, όσοι/ες δεν προσαρμόζονται, δεν ακολουθούν λογικές βελτιστοποίησης ή δεν επιβιώνουν της βελτιστοποίησης σύμφωνα με τα κυρίαρχα στάνταρντ, όσοι/ες δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του εθνο-νεοφιλελεύθερου δόγματος, αποβάλλονται ως παρίες και παρείσακτοι/ες. Αυτό είναι το υπόστρωμα πάνω στο οποίο δομούνται οι θεατές και αθέατες όψεις του κοινωνικού εκφασισμού. Η επιβολή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η διαδικασία φασιστοποίησης είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένες. Η εκφασισμένη βαρβαρότητα ως κανονικότητα είναι απαραίτητη προϋπόθεση της καπιταλιστικής ερημοποίησης και της απρόσκοπτης συνέχισής της. Επιπλέον είναι κομμάτι της στρατηγικής διασποράς φόβου σε αυτούς/ές που δεν θέλουν και δεν υπομένουν άλλο τη λεηλασία της ζωής τους.