Η ταξική διαστρωμάτωση της κουβανικής κοινωνίας ήταν πυραμιδωτή αυτή την εποχή: στην κορυφή ήταν οι βαρόνοι της ζάχαρης και οι Ισπανοί αποικιστές επίσημοι, στη μέση ήταν οι τεχνίτες, οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία της ζάχαρης και του καπνού, συμπεριλαμβανομένων των ελεύθερων μαύρων και των αγροτών, και στο κάτω στρώμα οι μαύροι σκλάβοι.
Η διάκριση ανάμεσα στις δύο κατώτερες τάξεις δεν ήταν πάντα ξεκάθαρη παρά τις πάμπολλες φυλετικές και κοινωνικές διακρίσεις στην κουβανική κοινωνία: αγρότες και φτωχοί Ισπανοί μετανάστες υπέφεραν σχεδόν τις ίδιες διακρίσεις και εκμετάλλευση όπως και οι μαύροι σκλάβοι. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι διακρίσεις αυτές στην κουβανική κοινωνία επιβλήθηκαν από την κυρίαρχη τάξη και όχι από τον λαό που βρισκόταν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
Σε αυτήν την κοινωνία, δεν υπήρχε κοινωνική, φυλετική, πολιτική ή οικονομική ολοκλήρωση. Αυτό συνέβαινε κυρίως επειδή η Κούβα ήταν ισπανική αποικία και ότι το πρωταρχικό ενδιαφέρον της ισπανικής κυβέρνησης ήταν να διατηρήσει την εξουσία της μέσω της διατήρησης μιας κατάστασης πόλωσης στο νησί. Όσο πιο διαιρεμένη ήταν η Κούβα τόσο πιο εύκολο ήταν για τους Ισπανούς να εκμεταλλεύονται τους οικονομικούς πόρους και να διατηρούν την πολιτική τους εξουσία. Για περισσότερο από τρεις αιώνες, οι ισπανικές αρχές -κατά τον ίδιο τρόπο όπως και οι άλλες ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις σε άλλες χώρες- συντήρησαν αυτή τη θλιβερή κατάσταση.
Όμως, παρά τη συντριπτική επιρροή της ισπανικής αποικιοκρατίας, νέες ιδέες βρήκαν τον δρόμο τους προς την Κούβα. Έως τα μέσα του 19ου αιώνα, υπήρχαν πολιτικές τάσεις προς τις κατευθύνσεις της εθνικής ανεξαρτησίας, του ρεφορμισμού (με την Κούβα να παραμένει ισπανική αποικία), της ενσωμάτωσης στις ΗΠΑ και/ή της ενσωμάτωσης στην Ισπανία. Κανένα από αυτά τα ρεύματα δεν ήταν αυτόχθονα. Όλα προέρχονταν από το εξωτερικό, διότι η κρεολική διανόηση ήταν αδύναμη και έβλεπε τον εαυτό της και την κατάσταση της χώρας της ως το αποτέλεσμα επιδράσεων από το εξωτερικό, είτε επρόκειτο για τη Γαλλία είτε την Ισπανία είτε τις ΗΠΑ.