Παρά το γεγονός ότι συχνά υπάρχει μια επισημότητα – τυπικότητα στη διεξαγωγή των δημόσιων συνευρέσεων (συγκεντρώσεων, εκδηλώσεων, συναθροίσεων, συνελεύσεων, κλπ), σπάνια υπάρχει μια «επισημότητα» στη συμπεριφορά των ανθρώπων που τις παρακολουθούν, συμμετέχουν ή τις οργανώνουν, ενώ πολλές φορές οι νεόφερτοι πρέπει να κολυμπούν ή να βουλιάζουν στο αρχιπέλαγος των κοινωνικών διαπροσωπικών επαφών (η τελετουργική οικειότητα πολλών δημοσίων γεγονότων πρέπει σίγουρα να αναλυθεί περισσότερο). Απλά γυρίζοντας τον κύκλο και επιτρέποντας στον καθένα/καθεμιά τις συστάσεις να πει ποιος/ποια είναι ή προσφωνώντας τους «σύντροφε» ή «συντρόφισσα», δεν καθιστά τα γεγονότα αυτά περισσότερο κοινωνικά.
Αυτή η μπροσούρα θέλουμε να αποτελέσει (κύρια για μας) ένα εύχρηστο ιδεολογικό εγχειρίδιο λόγου και δράσης, που συνεχώς θα εμπλουτίζεται. Ως εκ τούτου είμαστε αναγκασμένοι να συμπυκνώσουμε έννοιες και να συνοψίσουμε την ανάλυσή μας. Έτσι μιλάμε περισσότερο με «κοινότυπες» διαπιστώσεις και συμπεράσματα, παρά με μια νεωτεριστική «αποκαλυπτική» προσέγγιση της πραγματικότητας. Δεν απότελεί προγραμματική διακήρυξη (κάτι τέτοιο απαιτεί διαδικασίες με όρους κινήματος και ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια μιας συλλογικότητας), αλλά αξιακή και εννοιολογική τοποθέτηση απέναντι στον πόλεμο ιδεών που εξαπολύουν οι επικυρίαρχοι. Η διαστρέβλωση τον εννοιών και του λόγου είναι μια πολύ παλιά τακτική των διανοούμενων απολογητών των κυρίαρχων τάξεων για να θολώνουν τα νερά και να προκαλούν σύγχυση στους κυριαρχούμενους (Ο Ράουτερ παρατηρούσε από την δεκαετία του 60 κιόλας στο “Η Κατασκευή Υπηκόων” ότι: “όσο ασαφέστερα εκφράζεται κανείς, τόσο περισσότερο μένει κρυμμένο το ψέμα που υπάρχει στον λόγο του..”). Γίνεται, λοιπόν αναγκαίο να επανεισάγουμε στον καθημερινό μας λόγο τον επαναστατικό “ρομαντισμό”. Να “απόκαθάρουμε” τον επαναστατικό αναρχικό λόγο από τον επιστημονισμό, την αστική κοινωνιολογία, τη φιλελεύθερη ατομικιστική πολυλογία και να τον εμπλουτίσουμε στο σήμερα. Παραμένοντας πάντα αθεράπευτα «ρομαντικοί» επαναστάτες, σε μια εποχή που η κοινωνική επανάσταση (ως κοι- – 8 – νωνικό «πέρασμα») φαντάζει αδύνατη, συνεχίζουμε να οραματιζόμαστε την επαναστατική προοπτική ως ανοιχτότητα προς την ελευθερία, την κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα. Εν ολίγοις, συνεχίζουμε να αρνούμαστε το τέλος της κοινωνικής ιστορίας. Για μας, η ζωή αποκτάει νόημα με τον αγώνα για να είναι κανείς άνθρωπος, σε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση και εξουσία. Χωρίς αυτό τον αγώνα, χωρίς την πάλη για την αναρχία, η ζωή είναι άνευ νοήματος.
Η Τζο Φρήμαν έχει τονίσει στη μπροσούρα της, « Η Τυραννία της απουσίας δομής» (α), ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καθόλου κάποια τελείως αδόμητη ομάδα, και ότι οι ασυγκρότητες ομάδες έχουν μια κρυφή και ανεπίσημη δομή βασισμένη στην «ελίτ» της φιλίας. Οι «ελίτ» αυτές αυτοστρατολογούν μέλη, αυτοδιαιωνίζονται, και τα μέλη τους επιλέγονται πολλές φορές επειδή κατέχουν προσόντα που [5] μπορεί να είναι άσχετα με τους πολιτικούς σκοπούς της ομάδας. Τέτοιες ομάδες επίσης έχουν άτυπους και αδιαφανείς κανόνες για τη λήψη των αποφάσεων. «Αυτοί που δεν γνωρίζουν τους κανόνες», λέει η Φρήμαν, «και δεν επιλέγονται για μύηση (στην ομάδα) θα παραμείνουν μπερδεμένοι, ή θα υποφέρουν από παρανοϊκές παραισθήσεις ότι κάτι συμβαίνει έξω από αυτούς για το οποίο γνωρίζουν ελάχιστα». «Η Τυραννία της απουσίας δομής» είναι τόσο επίκαιρη σήμερα, όσο και πριν 35 χρόνια γιατί η προτίμηση για ανεπισημότητα ακόμα επιβιώνει και παρότι έχουν αλλάξει αρκετά στα κινήματα από τότε που γράφτηκε η μπροσούρα , οι ιδέες που έχουν απλωθεί από τα κινήματα σ’ όλους τους αριστερούς, αναρχικούς, ελευθεριακούς κύκλους ελάχιστα έχουν παρακολουθήσει αυτές τις μικρές αλλαγές. «Η Τυραννία της απουσίας δομής» αναδεικνύει ότι μια κάποια δομή είναι αναγκαία στις ελευθεριακές οργανώσεις. Περισσότερη ανεπισημότητα απ’ ότι πρέπει οδηγεί σε μη αμεσοδημοκρατικές πρακτικές και την εμφάνιση των «ελίτ της φιλίας» και παράλληλα δυσκολεύει, μέχρι που αποτρέπει την συμμετοχή νέων μελών. Το να πας σε μια μάζωξη και να βρεις αγνώστους να σου συμπεριφέρονται με πολύ οικειότητα, είναι πολλές φορές τόσο αποτρεπτικό, όσο το να πηγαίνεις σε μια συγκέντρωση που κυριαρχείται από κανόνες και διαταγές. Οι οργανώσεις και οι συλλογικότητες που έχουν φτιαχτεί για συγκεκριμένους πολιτικοκοινωνικούς σκοπούς πρέπει να αυτοδιευθύνονται σαν δημόσια και όχι σαν ιδιωτικά σώματα. Αν η οικειότητα και η ανεπισημότητα ξεπερνούν ένα ορισμένο βαθμό, δημιουργούν ιδιωτικές λέσχες. Συμμετέχουμε σε οργανώσεις όχι μόνο για να επιτύχουμε ένα συγκεκριμένο σκοπό, αλλά [6] είναι και ανθρώπινο να πιάσουμε και φιλίες. Στη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων δε θα έπρεπε να υπάρχουν διαμάχες, αλλά αυτές αναδύονται. Όμως το ζήτημα είναι πώς αυτές διευθετούνται χωρίς τον κίνδυνο η συλλογικότητα να ολισθήσει σε εικοτολογία και προσωποπαγές κλειστό σχήμα.
Δεν μπορεί να είμαστε παντού και να τα ξέρουμε όλα. Το ποσοτικό και το ποιοτικό για μας τους αναρχικούς, βρίσκεται σε μια αλληλουχία. Είναι οργανικά συνδεδεμένο το ένα με το άλλο γιατί αν μείνουμε μόνο στην ποιότητα κινδυνεύουμε να γίνουμε ελιτιστές, ενώ αν μείνουμε μόνο στην ποσότητα υπάρχει ο κίνδυνος να μετατραπούμε σε μάζα. Να γιατί είναι απαραίτητοι οι μαζικοί (από το πολλοί μαζί-όσο πιο πολλοί τόσο καλύτερα) οργανισμοί. Απαραίτητοι στους αναρχικούς που είναι διατεθειμένοι να υπερβούν το κίνημα διαμαρτυρίας, εμπαθούς δράσης που επικρατεί τα τελευταία είκοσι χρόνια στην Ελλάδα και να θέσουν τις βάσεις για ένα ιστορικό – επαναστατικό κίνημα αμφισβήτησης και ανατροπής του ισχύοντος πολιτικού – κοινωνικού συστήματος. Δηλαδή, να θέσουν κοινωνικό και πολιτειακό ζήτημα. Η προσπάθειά μας, αποτελεί συμβολή στον κοινωνικό αγώνα και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί άρνηση ή ακύρωση του σημαντικού έργου συλλογικοτήτων και ατόμων [6] στα τριάντα πέντε χρόνια αναρχικής – αντιεξουσιαστικής παρουσίας και δράσης στην Ελλάδα. Από την άλλη, το πρόβλημα της οργάνωσης και της συνεκτικότητας του αντιεξουσιαστικού – αναρχικού κινήματος, αλληλεπιδρά με την κοινωνική και ηλικιακή του διαστρωμάτωση. Η πλειοψηφία της προηγούμενης γενιάς απογοητεύτηκε, αφομοιώθηκε ή επέλεξε την παθητικότητα και την ιδιώτευση, γι’ αυτό παραμένουμε ένα κίνημα στην ουσία του νεολαιίστικο και φοιτητικό, ανακυκλώνοντας τα ίδια λάθη, τις ίδιες ανεπάρκειες και τις ίδιες καταστάσεις του παρελθόντος . Όμως, χωρίς γνώση της ιστορίας μας αναπαράγουμε τον ιστορισμό μας σαν νεοτερικότητα, και όπως έλεγε ένας σύντροφος: «όποιος τραβάει από το μανίκι την ιστορία γίνεται καρικατούρα της»!